Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Διάλειμμα για Διαφημίσεις





Τον Ηλία Δημόπουλο τον ξέρετε. Κι αν δεν τον ξέρετε, τότε πρέπει να τον μάθετε. Είναι ένας μυστήριος τύπος. που χαράσσει εδώ και χρόνια την δική του, μοναχική πορεία στον βασανισμένο χώρο της σινεκριτικής. Πορεία λιγότερο μοναχική από όσο νομίζει βέβαια, γιατί είμαστε πολλοί αυτοί που τον παρακολουθούμε στενά και αρκετοί εκείνοι που στεκόμαστε στο πλευρό του. Κάθε κείμενό του είναι μια προσωπική εξομολόγηση από κάποιον, που δε φοβάται να εκτεθεί. Και μάλλον δεν μοιάζει με τίποτα άλλο εκεί έξω. Διαβάζοντας μια κριτική του δεν μαθαίνεις πως να αξιολογείς τις ταινίες, μαθαίνεις κάτι σπουδαιότερο: να αγαπάς τις ταινίες με τις αδυναμίες και τα πάθη τους - είναι άλλωστε δημιουργήματα ανθρώπων με τις ίδιες ιδιότητες.

Ο Ηλίας συγκέντρωσε 100 κείμενα του σε ένα βιβλίο, το οποίο ονόμασε 25ο Κάδρο.Το εκδίδει μόνος του. Kοστίζει 15 ευρώ, τουτέστιν δυο βότκες κι ένα ευρώ,όπως δηλώνει. Και προσθέτει πως, αν πουλήσει 100, θα βγάλει κάτι λιγότερο από 215 βότκες, γεγονός που αφ’ ενός σημαίνει ευτυχία κι αφ’ ετέρου θα τον φέρει κοντύτερα στο όνειρο ενός αθηναϊκού Lost Weekend.


 Εάν λοιπόν θέλετε να βοηθήσετε έναν συνάνθρωπό σας να γίνει στουπί μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο είτε στέλνοντας mail στο ildimo77@yahoo.gr, είτε αφήνοντας σχετικό comment στο προσωπικό του ιστολόγιο.





Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Χαμένοι στη Μετάφραση






Warm Bodies – Αγάπησα ένα Ζόμπι. The Last Stand Μη μου Χαλάς τη Μέρα.

Με μεγάλη μας χαρά διαπιστώσαμε πως, προκειμένου να καταπολεμήσουν την κρίση και να φέρουν τον κόσμο στις αίθουσες, οι έλληνες διανομείς κάνουν μια στροφή στο παρελθόν, δίνοντας στις ταινίες σκωπτικούς ελληνικούς τίτλους, τίτλους – ατάκες ικανές να κάνουν γκελ στο ελληνικό κοινό. Για να τους βοηθήσουμε, επιχειρήσαμε παρέα με τον Τάσο Μελεμενίδη και τον «Θείο Θανάση» να δώσουμε «παλιακούς» τίτλους σε μια σειρά από κινηματογραφικές παραγωγές της πρόσφατης μνήμης. Εννοείται πως είστε ελεύθεροι να συνεισφέρετε στο έργο μας, αφήνοντας σχόλιο με τις δικές σας προτάσεις. Εμπρός λοιπόν στον δρόμο, που χάραξαν οι παλιοί.



The Day After Tomorrow(2004)   -  Χιόνια καλοκαιριάτικα;

Up in the Air (2009)   -    Ο γόης των Αιθέρων

The Social Network (2010) -   Οι ατσίδες με τα κομπιούτερ

Changeling (2008) -  Φέρτε πίσω το παιδί μου

Rachel Getting Married (2008) -  Παρ'την  στον γάμο σου να σου πει...και του χρόνου!

The Dark Knight (2008) -  Μπάτμαν, ο Άνθρωπος - Νυχτερίδα εναντίον Τζόκερ.

The Hunger Games(2012) – Πεινάστε, κερδίστε, τελειώσατε!

Titanic (1997) -  Τιτανικός,  το αβύθιστο πλοίο.

The Fighter(2010)  Σιδερένιες γροθιές και μαλλί σαντρέ

Ted (2012) -    Τεντ, ο Αρκουδοκολλητός μου

Life of Pi (2012) – Ο Ναυαγός Θηριοδαμαστής.

The Perks of Being a Wallflower (2012)  Ντροπαλός Εραστής

The Sessions (2012) -  Η Τροτέζα και ο Παρθένος

The Expendables (2010) –  ΣΤΑΛΛΟΝΕ, Οι Αναλώσιμοι

Biutiful (2010) – Πεθαίνω για τον πόνο των άλλων

Twilight(2008) – Ο Έρωτας του Βρικόλακα

Fright Night(2011) – Η Νύχτα του Βρικόλακα

Wolf (1994) – H Λάμψη του Βρικόλακα

The Mummy(1999) – Ο Βρικόλακας της Ερήμου

God Loves Caviar (2012) -  Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι

The Impossible(2012)  Τσουνάμι, η μέρα που ο πλανήτης δάκρυσε

Argo (2012) -  Οι Δραπέτες της Τεχεράνης

Killer Joe(2011) – Τζο, το Κάθαρμα

The Master (2012) – Στις διαταγές σας, αφέντη μου

Django Unchained(2012)  Τζάνγκο, ο Σκλάβος που έσπασε τα Δεσμά του

Le Capital (2012) -  Φέρτε Πίσω τα Κλεμμένα

Lawless (2012) – Τα Αιμοσταγή  Μούτρα του Μισισιπή

The Best Exotic Marigold Hotel (2011) – Ένα τρελλό, τρελλό ΚΑΠΗ

Bel Ami (2012) – Μπελαμί, ο Αδίστακτος Εραστής

The Dark Knight Rises (2012) – Μπάτμαν, ο Άνθρωπος Νυχτερίδα εναντίον Κατγούμαν

Zero Dark Thirty(2012) – Κωδικός: Σκοτώσατε τον Μπιν Λάντεν

Gambit(2012) – Το Στραβόξυλο και η Κλέφτρα

Cloud Atlas (2012) – Το Μυστικό Μονοπάτι της Ζωής

Michael (2011) – Φρίκη στην Αποθήκη

The Story of Us (1999) – Πολύ Σκληρός για να Χωρίσει

Skyfall (2012) – Επιχείρηση Σκάηφωλ, Πράκτορ 007 εναντίον Τρομοκρατών

Magic Mike(2012) – Κορίτσια, ο Μάικ

The Descendants (2011) – Ερωτικά Μπερδέματα στη Χαβάη

Shame (2011) –  Ξεφτιλισμένος στα Μάτια της Κοινωνίας, η ταινία που σόκαρε την οικουμένη

J. Edgar (2011)– Ο Παράνομος Δεσμός του Χούβερ

Rampart (2011) – Οι Μπάτσοι Ρουφάνε την Ηρωίνη

Frida (2002) – Φρίντα, γλυκιά μου αρτίστα

Arbitrage (2012) – Ένοχος και Τζέντλεμαν




Η ρεκλάμα της φωτογραφίας που κοσμεί το post φέρει την υπογραφή του εξαίρετου ζωγράφου κύριου Γιώργου Βακιρτζή


Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Killer's Kiss (1955)

 


Χθες βράδυ είδα το Killers Kiss του Κιούμπρικ. Για πρώτη φορά.


Αν εκείνες οι ταινίες που ακολούθησαν κι έκαναν το όνομα του προσευχή στα χείλη εκατομμυρίων σινεφίλ είναι σουίτες, το γυρισμένο με πενιχρά μέσα Killers Kiss είναι τζαζ αυτοσχεδιασμός. Προϊόν ενός ταλέντου ανεπανάληπτου, που έχει αφεθεί ελεύθερο να δοκιμάσει πράγματα, ξεκινώντας να σκαρώνει μια κινηματογραφική μελωδία από τρικ με οδηγό το ένστικτό του (και μόνο) και καταλήγοντας σε ένα γοητευτικό, "ασύγχρονο" αποτέλεσμα. Στην πορεία εντάσσει αφήγηση μέσα στην αφήγηση – σε αγαπάμε όσο δεν πάει, αλλά άρπα την κύριε Νόλαν -, γυρίζει μια νευρώδη σκηνή πυγμαχίας που εμφανώς έδωσε ιδέες στον Μάρτυ για το «Οργισμένο Είδωλό» του – κι αυτός κι ο Κιούμπρικ όμως χρωστούν το κατιτίς του στον Ρόμπερτ Γουάιζ του The Set-Up – και παραδίδει το μοναδικό happy end της καριέρας του. Του φινάλε του Killers Kiss εξαιρουμένου, το πλησιέστερο που έχει να επιδείξει σε ευτυχή κατάληξη η φιλμογραφία του είναι ο γλυκόπικρος συμβιβασμός του Eyes Wide Shut, που κατά σατανική σύμπτωση (;) συμπίπτει με την επιστροφή του στα σαγηνευτικά νεοϋορκέζικα σοκάκια.


Μεγάλη ταινία δεν ήταν. Ήταν όμως μεγάλη απόλαυση, διάολε. 


Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Arbitrage (2012)






Δεν γυρίζονται πολλές ταινίες σαν το Arbitrage πια. Yπόδειγμα αφηγηματικής οικονομίας και υπνωτιστικής ατμόσφαιρας – ας όψονται και οι ambient ήχοι του Cliff Martinez-, ετούτο το συναρπαστικό παλιομοδίτικο θρίλερ θα μπορούσε να έχει γυριστεί στα 70’s υπό τις οδηγίες του Πακούλα, με την (σημαντική) διαφορά ότι εδώ δεν έχουμε έναν άνθρωπο απέναντι στο Σύστημα, αλλά έναν άνθρωπο του Συστήματος, που πασχίζει να διατηρήσει την υψηλή θέση του μέσα σ’ αυτό. Πρόκειται για έναν χαρακτήρα αρνητικό, που κερδοσκοπεί σε βάρος των άλλων στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς και συγκεντρώνει στο πρόσωπο του όλες εκείνες τις ιδιότητες που κάνουν τον νεοφιλελευθερισμό απωθητικό (την ασυδοσία, τον αδυσώπητο ανταγωνισμό, τον ακραίο ατομικισμό). Έναν χαρακτήρα που δύσκολα θα μπορούσες να ακολουθήσεις στην περιπέτεια που εμπλέκεται , αν δεν τον υποδυόταν κάποιος με τον μαγνητισμό του Ρίτσαρντ Γκιρ. Ο οποίος εδώ πραγματοποιεί μια tour de force εμφάνιση, από εκείνες που σε άλλες εποχές θα του χάριζαν μια θέση στις υποψηφιότητες των βραβείων της Ακαδημίας. Αλλά δεν βραβεύονται πολλές ταινίες σαν το Arbitrage πια.


Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Django Unchained (2012)







Μέχρι το «Death Proof» οι ιστορίες του Tarantino λαμβάνουν χώρα σε ένα σύμπαν αμιγώς κινηματογραφικό. Από το «Inglourious Basterds» κι έπειτα φαίνεται να ξεκινά έναν νέο κύκλο στην καριέρα του, όπου εντάσσει τις (κινηματογραφικές) ιστορίες του σε ένα ιστορικό πλαίσιο. Στους “Μπάστερδους” οι ήρωες αντιμάχονται τους ναζί στην κατοχική Γαλλία και καταλήγουν να ξαναγράφουν την ιστορία(εξ’ ου και η εναλλακτική ορθογραφία του τίτλου) εξολοθρεύοντας τον Χίτλερ και το επιτελείο του μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Σημείο αναφοράς του φιλμ και παραλήπτης μιας απολαυστικής ερωτικής εξομολόγησης  είναι το ίδιο το σινεμά. 


To «Django Unchained», που εξελίσσεται στον αμερικανικό Νότο του 19ου αιώνα, είναι κατά τα 2/3 του και στο βαθμό που μπορούμε να εντάξουμε σε ένα είδος την ταινία ενός δημιουργού, που αρέσκεται στο να «μπασταρδεύει» τα είδη, ένα σπαγγέτι γουέστερν.  Χαρακτηριστικά μοτίβα του σπαγγέτι γουέστερν, όπως εκείνα του λακωνικού ήρωα, του κυνηγού κεφαλών και της εκδίκησης, τα συναντούμε και στο «Django Unchained», που αναφέρεται ευθέως στο διάσημο σουξέ του Sergio Corbucci και τις δεκάδες επίσημες κι ανεπίσημες συνέχειες και παραλλαγές, που γνώρισε έπειτα. Στην τελευταία πράξη όμως ο Tarantino αποφασίζει να παραμερίσει το σπαγγέτι γουέστερν και να κάνει μια «πολιτική» ταινία, ανάγοντας τον Django από εκδικητή σε σύμβολο μιας κατατρεγμένης φυλής. Ο όρος “πολιτική” για τον Tarantino μεταφράζεται στη δυνατότητα που δίνει στους κατατρεγμένους να πάρουν την ιστορική ρεβάνς, τιμωρώντας σαδιστικά τους δυνάστες τους. Kι εδώ έγκειται και η διαφορά με το «Inglourious Basterds». Εκεί πυρήνας του φιλμ ήταν το σινεμά από την αρχή ως το τέλος. Εδώ το κέντρο βάρους μετατίθεται στην προαναφερθείσα, ρηχή, λαϊκίστικη και ηθικά συζητήσιμη “πολιτική” ατζέντα. Και για αυτό το «Django Unchained», το οποίο ο Tarantino φοβούμαι πως εκλαμβάνει ως την “μεγάλη” του στιγμή, υστερεί σημαντικά σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά του.


Φυσικά αυτό δε σημαίνει πως δεν είναι διασκεδαστικό, τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Διαθέτει, βλέπεις, το μεγάλο ατού κάθε ταινίας του Tarantino. Αυτά τα ακαταμάχητα, μακροσκελή διαλογικά αποσπάσματα (ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός) αγοραίας λογιότητας, όπου ένας χαρακτήρας πυροβολεί λεκτικά τον άλλο, προσπαθώντας να επιβληθεί πνευματικά. Αρκετές φορές βέβαια της πνευματικής επιβολής ακολουθεί και σωματική, με ένα ξέσπασμα σαδιστικής βίας από εκείνα που έχουν καταστεί πια σήμα κατατεθέν του δημιουργού. Ο οποίος στο πρόσωπο του Christoph Waltz φαίνεται να έχει βρει εκείνο τον ηθοποιό, που θα ερμηνεύσει τους διαλόγους του με τη δέουσα υπερβολή, με μια καλοδεχούμενη “πλαστότητα”, που είναι άλλωστε και το ζητούμενο. 



Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Hugo (2011)






Η πρώτη ταινία που είδα σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Σινεμά ο Παράδεισος. Προβολή σε θερινό, με τη συνοδεία της μητέρας μου – εκείνη μου κόλλησε το μικρόβιο της σινεφιλίας. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την προβολή. Θυμάμαι μόνο πως κοιτούσα την οθόνη ενθουσιασμένος και σκεφτόμουν τί θαυμαστό φαινόμενο ήταν αυτό που μόλις είχα ανακαλύψει. Θυμάμαι να αναπαράγω την εμπειρία στον ύπνο μου τις μέρες που ακολούθησαν και να ασκώ ασφυκτική πίεση στη μητέρα μου να με ξαναπάει – συγγνώμη μαμά. Κι έτσι, έχοντας συμπληρώσει μετά βίας μισή δεκαετία ζωής, γνώρισα την πρώτη μου αγάπη. Και οι πρώτες αγάπες είναι παντοτινές.


Έχω ξαναδεί την ταινία αρκετές φορές από τότε. Και κάθε φορά βουρκώνω. Γιατί φέρνει στο νου μου τη μέρα εκείνη που πρωτογνώρισα το σινεμά. Προς μεγάλη μου έκπληξη παρακολουθώντας το Hugo του Μάρτιν Σκορσέζε, βρέθηκα να νιώθω τα ίδια ακριβώς συναισθήματα με εκείνα που μου προκαλεί κάθε επαναληπτική προβολή της ταινίας του Τορνατόρε. Ίσως επειδή το Hugo είναι μια ταινία για ένα μικρό παιδί που ανακαλύπτει το σινεμά. Μια ταινία στην οποία ο δημιουργός της καλεί τους θεατές με τη σειρά τους να ανακαλύψουν (εκ νέου ή και για πρώτη φορά) το σινεμά μαζί του, επιστρέφοντας στη γέννηση του μέσου, ανατρέχοντας στους πρωτοπόρους του. Ενδέχεται μερικοί να βρουν αντιφατικό το γεγονός πως επιλέγει να κινηματογραφήσει μια ιστορία για τη γέννηση του σινεμά, χρησιμοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, το 3-D. Κακώς. Γιατί το σινεμά είναι ενιαίο. Ασπρόμαυρο ή έγχρωμο, βουβό ή ομιλόν, δισδιάστατο ή τρισδιάστατο, στόχος του είναι ( και πρέπει να είναι) ένας: να ανοίξει ένα παράθυρο στα όνειρα.


Ομολογουμένως το Hugo παραπέμπει αισθητικά περισσότερο σε ταινία του Σπίλμπεργκ, παρά του Σκορσέζε (συμπτωματικά ακόμα και το alter ego του σκηνοθέτη στο φιλμ, ένας ιστορικός κινηματογράφου, τον οποίο υποδύεται ο Μάικλ Στούλμπαργκ του A Serious Man, μοιάζει στον Σπίλμπεργκ) . Οι hardcore οπαδοί της θεωρίας του auteur θα δυσκολευτούν να εντάξουν την ταινία στο υπόλοιπο έργο του Σκορσέζε, κάποιοι ίσως και να την αφορίσουν. Και ναι, απουσιάζει η καθολική ενοχή, είναι όμως παρούσα εντονότερα από ποτέ η σημαντικότερη πτυχή του έργου του ιταλοαμερικανού σκηνοθέτη, αυτή που διατρέχει το σύνολο της φιλμογραφίας του: ο έρωτας για το μέσο που υπηρετεί. Κατά κάποιο τρόπο όλες του οι ταινίες οδηγούν στο Hugo.


Αυτό κάνει ο Σκορσέζε από την αρχή της καριέρας του. Κοινωνεί το σινεμά. Δίχως ελιτισμό, δίχως διάθεση επίδειξης, δίχως ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης της αυθεντίας του. Το μεταδίδει κοιτώντας σε στα μάτια. Φαντάζομαι πως μετά την προβολή του Hugo οι γερο-γκρινιάρηδες, που θεωρούν την τέχνη προσωπικό τους κτήμα, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να στάξουν την χολή τους για την νεολαία που αγνοεί τον Μελιές, που δεν έχει δει ούτε μια ταινία των Πάουελ και Πρεσμπέργκερ ή του Τατί και πάει λέγοντας - δεν αναφέρομαι φυσικά σ’ αυτούς που πονούν το αντικείμενο και στενοχωριούνται, που η πιτσιρικαρία αγνοεί μερικούς από τους σπουδαιότερους «εργάτες» του, αλλά σε εκείνους που αγαπούν τις εγκυκλοπαιδικές τους γνώσεις για το σινεμά, περισσότερο από το ίδιο το σινεμά. Λυπάμαι κύριοι, αλλά δεν έχετε θέση σ’ αυτό το παραμύθι. Πείτε μας όμως, πώς να μάθουν για τον Μελιές, αν δεν βρεθεί κάποιος να τους τον διδάξει, να τους μάθει τα μυστικά του με φροντίδα και στοργή; Αυτό ακριβώς κάνει ο Σκορσέζε με το Hugo. Ένα έργο φτιαγμένο με αγάπη, που μόνο αγάπη μπορεί να γεννήσει. Και είναι βέβαιο ότι κάπου στον κόσμο ένα παιδάκι θα πάει για πρώτη φορά στο σινεμά με τη μητέρα του, για να δουν το Hugo και στη συνέχεια θα την πρήζει να ξαναπάνε. Και κάθε φορά που θα ξαναβλέπει το Hugo μεγαλώνοντας, θα βουρκώνει, επειδή θα θυμάται τη μέρα εκείνη που ένας προβολέας και μια οθόνη στοίχειωσαν τα όνειρά του.