Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

ΡΗΣΕΙΣ, ΑΞΙΩΜΑΤΑ, ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΙ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΡΟΣ, ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ - CHAPTER SEVEN: ΒΑΡΑΚ ΚΑΡΝ, Υποκεφάλαιο 2




Σκοτεινοί σταλακτίτες έστεκαν απειλητικά πάνω από το κεφάλι τους, στάζοντας πίσσα και σκότος πάνω σε σκοτεινούς σταλαγμίτες που δέχονταν με χαρά την πίσσα και το σκότος που έσταζαν οι σταλακτίτες. Μια αλλόκοτη συνουσία, μια ανωμαλία προερχόμενη από μια πέμπτη διάσταση, μια διάσταση πέρα από όσα γνωρίζει ο άνθρωπος. Μια διάσταση αχανής όσο το διάστημα και άπειρη όσο το άπειρο. Μια διάσταση που βρίσκεται ανάμεσα στο φως και στη σκιά, στην επιστήμη και στη δεισιδαιμονία, στους φόβους του ανθρώπου και στο επιστέγασμα της γνώσης του. Είναι η διάσταση της φαντασίας. Μια περιοχή που ονομάζουμε… Βάρακ Κάρν!


Αυτή την περιοχή διάβαιναν οι δύο ήρωες μας, ο Νέστορας ο σοφός βασιλιάς της Πίνδου και ο Παγώνης ο Κσουλικιάρης, ο κουλός και κουτσός ρουφιάνος του βασιλιά Νέστορα, που δε μπορεί να συρθεί σαν το σκουλήκι και σέρνεται με την κοιλιά σαν φίδι κολοβό. Το βουρκωμένο έδαφος έκανε δυσχερή τη διέλευσή τους, ενώ ένας διαρκής, δυσοίωνος βόμβος ενέτεινε την υποβόσκουσα απειλή.

<<Θα το σηκώσεις επιτέλους?>>, ρώτησε τον Παγώνη τον Κσουλικιάρη φανερά εκνευρισμένος ο βασιλιάς Νέστορας

<< Είναι εκείιιιινηηη η σαρανταποδαρούούούσα που πήγα για δείείείπνο στον βιολογικό καθαρισμό του βασιλείειειείου τις προάααααλλλεςςςς. Της είείπα ότι θα την πάρωωωω τηλέεεφωνοοοο να ξαναβγούουμε, αλλά είπα ψψψψψέμμμαααατα, σσσσαν αχρείος που είειειμαι>>, κάγχασε το εμετικό πλάσμα, εκκρίνοντας βρύα από το σημείο που το σαπισμένο του κάτω χείλος συναντούσε το σταφιδιασμένο άνω χείλος.

<< Βγάλε τη δόνηση τότε, γιατί οι βασιλικοί μου όρχεις αρχίζουν να θυμίζουν καρπούς εσπεριδοειδούς δέντρου>>, πρόσταξε ο Νέστορας, ο σοφός βασιλιάς της Πίνδου και ο Παγώνης ο Κσουλικιάρης έβγαλε την τηλεφωνική συσκευή που κρατούσε σε μια ωπή του σώματος του, πάτησε δύο πλήκτρα και την επανατοποθέτησε στην θέση της.

Ο βόμβος σταμάτησε να ηχεί, αλλά το μέρος παρέμενε ερεβώδες κι απειλητικό. Είχαν ήδη ένα αρχαίο τέταρτο στη σπηλιά και τίποτα αλλόκοτο δεν είχε συμβεί.


Ξαφνικά μια σκιώδης φιγούρα πρόβαλλε στα δεκαπέντε μέτρα μπροστά τους. Τρέκλιζε, βογκούσε υπόκωφα και μουρμουρούσε προτάσεις σε ακατάληπτη διάλεκτο, προχωρώντας προς το μέρος τους. Καθώς πλησίαζε, τα χαρακτηριστικά του γίνονταν ολοένα και πιο εμφανή. Ήταν μια σκελετωμένη ανθρωπόμορφη φιγούρα, με κουρελιασμένα ενδύματα, ατημέλητη κι ακάθαρτη γενειάδα και μάτια έτοιμα να αφήσουν τη θέση τους και να ακολουθήσουν την δική τους ανεξάρτητη πορεία. Είχε φτάσει σε απόσταση ενός μέτρου από τους ήρωες μας. Ο βασιλιάς Νέστορας έσφιξε τις γροθιές του. Ο Παγώνης ο Κσουλικιάρης έσφιξε τις ωπές του. Το ανθρωπόμορφο πλάσμα τους κοίταξε βλοσυρά με τα νεκρικά του μάτια. Τους κοιτούσε για ώρα. Εκείνοι έστεκαν ακίνητοι κι αμίλητοι, περιμένοντας την επόμενη κίνησή του για να αντιδράσουν αναλόγως. Το πλάσμα εξακολουθούσε να τους κοιτάζει. Έξαφνα το δεξί του χέρι σκίρτησε. Ο Βασιλιάς Νέστορας έφερε το σώμα του σε αμυντική στάση, ενώ ο Παγώνης ο Κσουλικιάρης σύρθηκε έντρομος πίσω από τον βασιλικό χιτώνα. Το πλάσμα έφερε το δεξί του χέρι σε ορθή γωνία με το σώμα του, άνοιξε το στόμα του και μίλησε.

<< Φιλαράκι μήπως σου βρίσκεται ένα πενηντάλεπτο? Ο πατέρας μου είναι χρήστης και θέλω να τον βάλω στον ΟΚΑΜΑ*>>, είπε το πλάσμα που έστεκε απέναντί τους και άνοιξε την παλάμη του

<<Βασιλιάααα μου μην του δώσσσσεις τίιιιποτα. Θα τα φάαααειειει όλα σσσστα ναρκωτικάααα>>, συμβούλεψε ο Παγώνης ο Κσουλικιάρης τον βασιλιά Νέστορα

<< Δε σου δίνω τίποτα γιατί θα τα φας όλα στα ναρκωτικά>>, του απάντησε σοφά ο σοφός βασιλιάς της Πίνδου

<<Όχι, όχι, δεν είμαι χρήστης.>>, αποκρίθηκε ο επαίτης. << Σας είπα τα θέλω για τον αδερφό μου που είναι στο νοσοκομείο. Έπαθε τροχαίο με την μηχανή του γκαζόν. Δεν τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά χρειάζεται καινούργια μηχανή του γκαζόν>>

<<Δε σου δίνω τίποτα γιατί θα τα φας όλα στα ναρκωτικά>>, η σοφή απάντηση του βασιλιά Νέστορα στις ικεσίες του

<<Καλά. Μήπως μπορείς τότε να μου δώσεις ένα ευρώ για να πάρω τον ηλεκτρικό να πάω σπίτι μου?>>, είπε παρακλητικά συνεχίζοντας να κρατά την δεξιά του παλάμη ανοικτή και προτεταμένη προς το μέρος του βασιλιά Νέστορα

<< Δε σου δίνω τίποτα γιατί θα τα φας όλα στα ναρκωτικά>>, η σοφή τελειωτική απάντηση του βασιλιά Νέστορα στον επαίτη.

<<Να ’στε καλά ρε παιδιά>>, είπε εκείνος και έστρεψε το σώμα του δεξιά και έκανε δέκα βήματα. Το έδαφος άρχισε να σείεται. Οι ήρωες μας κοίταξαν αριστερά και είδαν την αμαξοστοιχία του ηλεκτρικού να καταφτάνει. Η αμαξοστοιχία φρέναρε και σταμάτησε. Οι θύρες του βαγονιού άνοιξαν και ο επαίτης επιβιβάστηκε. <<Γεια! Ξέχασα τι ήθελα να πω. Α ναι. Είμαι οροθετικός δέκα χρόνια και ο πατέρας μου είναι στη φυλακή γιατί τον έπιασαν έξω από μια παιδική χαρά να…>>, ακούστηκε να λέει καθώς οι θύρες έκλειναν και η αμαξοστοιχία του ηλεκτρικού τον έπαιρνε μακριά για να τον πάει στα πέρα μέρη.

Οι δύο ήρωες μας κοιτούσαν ασάλευτοι την αμαξοστοιχία να φεύγει. Έπειτα γύρισαν ο ένας προς το μέρος του άλλου, άνοιξαν το στόμα για να πουν κάτι, αλλά το έκλεισαν προτού σχηματίσουν τον παραμικρό φθόγγο.


Ακολούθησε σιωπή




Έπειτα τον λόγο πήρε ο βασιλιάς Νέστορας.

<<Ας προχωρήσουμε σιχαμερέ Παγώνη>>, είπε και έτσι έκαναν. Προχώρησαν για λίγη ώρα και μετά σταμάτησαν να προχωρούν, επειδή βρέθηκαν μπροστά σε μια πλατινένια θύρα με πόμολο από κασσίτερο και κλειδαριά από ψευδάργυρο.

<<Τι κρύβεται πίσω από την θύρα ετούτη μιαρέ Παγώνη?>>, ρώτησε με απορία ο σοφός βασιλιάς Νέστορας

<<Βασσσσιλιά μου, πίιιισω από τη θύρα ετούτη βρίσσσσκεται, φλρθ, χλρφθ, το Στέκι του Μπουλούουουκουλου. Και πρέπει να περάααασσσσουμε από εκεέιειει για να βρούμε τον γέεεροντα που έχει το μαντζούνι που θθθθθθα θεραπεύσσσει το αχρηστευμένο γόοοονατο του Διαγόοοοορα>>, απάντησε με απάντηση ο Παγώνης ο Κσουλικιάρης.

<<Ας είναι λοιπόν. Πάμε>>, είπε ο σοφός και ατρόμητος βασιλιάς Νέστορας και με σοφία γύρισε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα.



Οι δύο ήρωες μας εισήλθαν στο στέκι του Μπουλούκουλου και αντίκρισαν μια πολυτελέστατη αίθουσα με ασημένιο πολυέλαιο στο ταβάνι, επίχρυσα πλακάκια στο πάτωμα και σοβάδες από κοπριά. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα από θαμώνες που τρωγόπιναν, φορώντας χιτώνες-σμόκιν και καπνίζοντας φοινικικά πούρα. Πολλά μέτρα δεξιά τους μια μουσική μπάντα έστεκε σε ένα υπερυψωμένο βάθρο.


<<Ήρθαν, ήρθαν>>, αναφώνησε ο κιθαρωδός. <<Γρήγορα να ξεκινήσουμε>>, φώναξε ο λυράρης.<< Ας μην χάνουμε χρόνο>>, πρόσθεσε ο κυμβαλοκρούστης. <<Πάμε αγόρια μου>>, πρόσταξε ο φρόντμαν του συγκροτήματος. Ο κιθαρωδός έπαιξε ένα γνώριμο ριφάκι στην κιθάρα του κι έπειτα ο φρόντμαν άρχισε να τραγουδά


‘’ Μαζεμένοι εδώ γύρω με αναμμένα κεριά

προσκυνούμε εσένα σκοτεινέ Άρχοντα

και οι οσμές στον αέρα νεκροπομπού μυρωδιά

Έχεις τρία κεφάλια και ουρά με καρφιά

σε λατρεύουμε όλοι, γέλια σατανικά

δείξε μας τον δρόμο, μπουχαχά μπουχαχά

Λύτρωσέ μας απ’ την καλοσύνη,

απ’ το άσπιλο φως, απ’ το άσπιλο φως, χάσου αγνότητας φως

Κατά βάθος όλοι σ’ αγαπάνε,

εκτός κι αν είναι παρθένες, εκτός κι αν είναι παρθένες, γιατί θα θυσιαστούν ‘’



<<Παγώνη τί τραγουδάνε?>>, ρώτησε ο βασιλιάς Νέστορας

<<Το Hotel California ανάποδα>>, απάντησε ο Παγώνης. << Είειειναι οι Carlos Satana and friends. Καλό σσσσυγκρόοοτημα με ευρύτητα θεμάαατων.>>


<<Σε περίμενα Νέστορα!>>, ακούστηκε από το βάθος μια βαριά, μπάσα φωνή. Ο βασιλιάς Νέστορας γύρισε το κεφάλι του και είδε στο τέλος της αίθουσας να κάθεται μόνος του σε μια μεγάλη τραπεζαρία ένας μεγαλόσωμος άντρας. Εισέπνευσε λίγο αέρα και στη συνέχεια κινήθηκε αποφασιστικά προς το μέρος του μεγαλόσωμου άνδρα. Όταν έφτασε μπροστά στην τραπεζαρία που καθόταν ο Μπουλούκουλος κοντοστάθηκε, σταύρωσε τα χέρια και είπε με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:

<< Και ποιος είσαι εσύ που είχες την μεγάλη τιμή να περιμένεις τον Νέστορα, τον σοφό βασιλιά της Πίνδου και τώρα έχεις την ακόμα μεγαλύτερη τιμή να τον έχεις μπροστά σου?>>, ρώτησε ο βασιλιάς Νέστορας προσποιούμενος ότι αγνοούσε την ταυτότητα του συνομιλητή του.

<<Είμαι ο τρομερός και φοβερός Μπουλούκουλος!>> βροντοφώναξε ο τρομερός και φοβερός Μπουλούκουλος. <<Και το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις για μένα είναι ότι είμαι το πρώτο boss και για να περάσεις στο επόμενο level θα πρέπει να με κερδίσεις.>>

<<Και ποιο είναι το αγώνισμα εκείνο στο οποίο θα πρέπει να σε κερδίσω τρομερέ και φοβερέ Μπουλούκουλε για να προχωρήσω παρακάτω στην σπηλιά?>>, η εύλογη απορία του βασιλιά Νέστορα

<<Μπουχαχαχαχαχαχαχαχά>>, γέλασε σατανικά ο Μπουλούκουλος. <<Είναι κάτι στο οποίο είναι αδύνατο να κερδίσεις Νέστορα. Είναι ένας αγώνας φαγητού! Ο σερβιτόρος μου ο Λακομέστας θα φέρει 17 ταψιά με κρέας κι εμείς θα τρώμε από ένα ταψί ο καθένας με τη σειρά του. Όποιος από τους δυο μας φτάσει στο σημείο που δεν αντέχει να βάλει στο στόμα του ούτε μια μπουκιά χάνει>>

<<Και τι θα συμβεί αν χάσω τρομερέ και φοβερέ Μπουλούκουλε?>>ρώτησε ο βασιλιάς Νέστορας.

<Μπουχαχαχαχαχά>>, ξαναγέλασε σατανικά ο Μπουλούκουλος. << Αν κερδίσεις θα σε αφήσω να περάσεις>>, είπε και έδειξε με το δάχτυλο του την πόρτα που έστεκε πίσω του. <<Αν όμως χάσεις… θα σε δώσω να σε φάει ο Σκαρδαβούλας!>>


‘’Ο Σκαρδαβούλας, ο Σκαρδαβούλας’’, ψιθύρισαν εν χορώ όλοι οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα.


<<Κι αν υποθέσουμε ότι έρθει ισοπαλία το ματς?>>, ρώτησε ο βασιλιάς Νέστορας

<<Αν έρθει ισοπαλία? Μπουχαχαχαχαχαχά. Είσαι και χωρατατζής Νέστορα. Σε πάω! Στην απίθανη περίπτωση που ο αγώνας έρθει ισοπαλία ο Λακοστέμας θα φέρει από ένα φοντάν στον καθένα. Αλλά πώς να ‘ρθει ισοπαλία? Αφού καθένας από εκείνους που με αντιμετώπισαν τα παράτησε στο δεύτερο ταψί>>


Ο βασιλιάς Νέστορας βυθίστηκε στις σκέψεις του.


<<Μπορείς φυσικά πάντα να αρνηθείς και να πας από εκεί που ‘ρθες. Σε προειδοποιώ, Νέστορα, μπορώ να φάω μέχρι 17 μόσχους κι ακόμα κι αν με κάποιο μαγικό τρόπο φτάσεις μέχρι τον δέκατο έκτο να ξέρεις ότι μπορώ να φάω και τον δέκατο έβδομο>>, κόμπασε ο Μπουλούκουλος


Τα μάτια του βασιλιά Νέστορα άστραψαν. Κοίταξε φευγαλέα τον Παγώνη τον Κσουλικιάρη που στο μεταξύ είχε συρθεί στο πλάι του και στη συνέχεια ξανακοίταξε τον Μπουλούκουλο ανασηκώνοντας το δεξί του φρύδι και είπε με την στεντόρεια φωνή του: <<Υπάρχουν δύο πράγματα στα οποία ο Βασιλιάς Νέστορας δε λέει ποτέ όχι. Το ένα είναι οι ικεσίες μιας ευστηθούς νεαράς για διακόρευση και το άλλο οι προκλήσεις. Κι εσύ Μπουλούκουλε δεν είσαι εύστηθη νεαρά που μου ζητά να την διακορεύσω. Κι αφού σου έδωσα την απάντηση μου, δώσε κι εσύ το έναυσμα να αρχίσει ο αγώνας>>

<<Λακοστέμα φέρε 34 σιτευτούς μόσχους>>, πρόσταξε ο Μπουλούκουλος καθώς ο βασιλιάς Νέστορας έπαιρνε τη θέση του απέναντί του.


‘ Έβαλε ο Διαβολάκος την ουρά του πάλι και μου πήρε τα μυαλά μου από το κεφάλι’, τραγουδούσε η μπάντα καθώς ο Λακοστέμας, ο σερβιτόρος του Μπουλούκουλου έφερνε 34 ταψιά με κρέας και τα ακουμπούσε στο τραπέζι, αφήνοντας 17 μπροστά στον καθένα από τους δύο διαγωνιζόμενους.

<<Προτείνω να στρίψουμε ένα κέρμα για να αποφασίσουμε ποιος θα ξεκινήσει πρώτος>>, είπε ο βασιλιάς Νέστορας.<< Κορώνα ή γράμματα?>>

<<Κορώνα>>, αποκρίθηκε ο Μπουλούκουλος.

Ο βασιλιάς Νέστορας έβαλε το αριστερό του χέρι στη δεξιά τσέπη του βασιλικού χιτώνα, έβγαλε μια δραχμή την πέταξε ψηλά και την άφησε να προσγειωθεί στην ανοιχτή του παλάμη. <<Κορώνα. Ξεκινάς εσύ Μπουλούκουλε>>

<<Μπουχαχαχαχά.>>, γέλασε σατανικά ο Μπουλούκουλος. << Θα περάσει καλά απόψε ο Σκαρδαβούλας>>


‘’Ο Σκαρδαβούλας, ο Σκαρδαβούλας’’, ψιθύρισαν εν χορώ όλοι οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα.


<<Ξεκίνα λοιπόν>>, είπε ο Νέστορας κοιτώντας τον Μπουλούκουλο με βλέμμα γεμάτο σιγουριά. Ο Μπουλούκουλος βύθισε το κεφάλι του στο πρώτο ταψί και καταβρόχθισε με μανία τον μόσχο μέσα σε 8 αρχαία δευτερόλεπτα. <<Σειρά μου τώρα>>, είπε ο βασιλιάς Νέστορας ενώ συνέχιζε να τον κοιτά με σιγουριά. Με μια αστραπιαία κίνηση βύθισε το κεφάλι του στο πρώτο ταψί και καταβρόχθισε με μανία τον μόσχο μέσα σε 9 αρχαία δευτερόλεπτα. Κατόπιν σήκωσε ξανά το κεφάλι του και γεμάτος λίπη και υπολείμματα τροφής είπε στο Μπουλούκουλο <<Είναι και πάλι η σειρά σου, θαρρώ>>.


Οι υπόλοιποι θαμώνες της αίθουσας αναφώνησαν έκπληκτοι ‘ωωωω’, ο Παγώνης ο Κσουλικιάρης αναφώνησε έκπληκτος ‘κχχχχχθρρρρλλλ’, ενώ η μπάντα σταμάτησε το τραγούδι της. Η σιωπή κράτησε για μερικά αρχαία δευτερόλεπτα. Στη συνέχεια όλοι στράφηκαν στις προηγούμενες ασχολίες τους. Οι πελάτες συνέχισαν το φαγοπότι, ο Παγώνης συνέχισε να εκκρίνει παχύρευστα υγρά από τις ωπές του και η μπάντα συνέχισε το τραγούδι από εκεί που το είχε αφήσει: ‘‘…και στη φουφού του καστανά, στάχτη να γίνεις Σατανάααααα’’


<<Είσαι καλύτερος από ότι περίμενα Νέστορα. Μπορείς τελικά να φας ένα ταψί με κρέας. Μπορείς να φας όμως και δεύτερο?>>, ρώτησε αλαζονικά ο Μπουλούκουλος και βούτηξε το πρόσωπό του στο ταψί εξαφανίζοντας τον μόσχο σε 6 αρχαία δευτερόλεπτα. Με το που σήκωσε το κεφάλι του να κοιτάξει με ύφος νικητή τον βασιλιά Νέστορα, εκείνος βούτηξε το δικό του κεφάλι στο δεύτερο ταψί και εξαφάνισε τον μόσχο σε 7 αρχαία δευτερόλεπτα. Ο Μπουλούκουλος μούτρωσε. <<Φάε, Νέστορα>>, γρύλισε, <<φάε! Έτσι θα κάνεις πιο ευτυχισμένο τον Σκαρδαβούλα>>


‘’Τον Σκαρδαβούλα, τον Σκαρδαβούλα’’, ψιθύρισαν εν χορώ όλοι οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα.


Ο Μπουλούκουλος έχωσε το κεφάλι του στο τρίτο ταψί και… και επειδή καταλαβαίνουμε ότι αυτό το κεφάλαιο έχει τραβήξει ήδη αρκετά και ενδεχομένως να κουράστηκες να διαβάζεις, αγαπημένε αναγνώστη, θα κάνουμε ένα χρονικό άλμα και θα πάμε στο σημείο που οι διαγωνιζόμενοι έχουν φτάσει αισίως στο δέκατο έβδομο ταψί


<<Είναι η σειρά σου>>, είπε ο βασιλιάς Νέστορας πνίγοντας ένα ρέψιμο που ετοιμαζόταν να αναδυθεί από τον οισοφάγο του. Ο Μπουλούκουλος έσκυψε βαριεστημένα στο ταψί και έφαγε τον δέκατο έβδομα μόσχο με το πάσο του σε 47 αρχαία δευτερόλεπτα. Έπειτα σκούπισε για ακόμα μια φορά τα λιγδωμένα χείλη του με το ακόμα πιο λιγδωμένο μανίκι του και κοίταξε απελπισμένος τον βασιλιά Νέστορα. Εκείνος ξερόβηξε, πήρε μαχαίρι και πιρούνι και έφαγε αργά και βασανιστικά μέσα σε 48 αρχαία δευτερόλεπτα τον δέκατο έβδομο μόσχο του για απόψε. Σκούπισε τα χείλη του με την πετσέτα που είχε διπλωμένη στα γόνατά του κι έπειτα κοίταξε με cool ύφος τον αντίπαλό του. <<Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις τώρα>>.

<<Λακοστέμα φέρε μας δύο φοντάν>>, ψέλλισε ο Μπουλούκουλος κοιτώντας το ταβάνι με απόγνωση.<< Φέρε και μια οδοντογλυφίδα>>, πρόσταξε ο Νέστορας.

Ο Λακοστέμας έφερε τα φοντάν και την οδοντογλυφίδα. Ο Νέστορας πήρε την οδοντογλυφίδα την έβαλε στο στόμα του, την έπαιξε λίγο ανάμεσα στα χείλη του κι έπειτα την άφησε εκεί, χωρίς να τραβά ποτέ το βλέμμα του από τον Μπουλούκουλο που κοίταζε το φοντάν με απόγνωση. <<Θα σε νικήσω Νέστορα>>, είπε χωρίς να το πολυπιστεύει. << Θα σε νικήσω και μετά θα σε ρίξω στον Σκαρδαβούλα>>


‘’Στον Σκαρδαβούλα, στον Σκαρδαβούλα’’, ψιθύρισαν εν χορώ όλοι οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα.


Ο Μπουλούκουλος έκοψε μια μικρή μπουκιά από το φοντάν. Καθώς το μάσαγε αργά τα μάτια του βούρκωσαν. Με το που έκανε να το καταπιεί, ακούστηκε ένας ηχηρός κρότος μέσα από το στομάχι του και στη συνέχεια ένας διαπεραστικός γδούπος, προϊόν της σύγκρουσης του υπέρβαρου σώματός του με το επίχρυσο πάτωμα. Ο σοφός βασιλιάς της Πίνδου είχε νικήσει.


<<΄Ηλθον, έφαγον και απήλθον>>, αναφώνησε ο Νέστορας κι έπειτα κίνησε προς την μεγάλη θύρα μπροστά από την οποία έστεκε το κουφάρι του Μπουλούκουλου. <<Εμπρός σιχαμερέ Παγώνη ακολούθησε με>>, πρόσταξε ο βασιλιάς Νέστορας και ο Παγώνης υπάκουσε

‘’Πίσω μου τρέχουν και με προστάζουν, τα μυαλά μου έχουν γεμίσει ιδέες εμμονές, Δ….’’ το τραγούδι της μπάντας διακόπηκε βίαια καθώς ο βασιλιάς Νέστορας έκλεισε με δύναμη την πόρτα.


Δεν έκαναν μόνο μερικά βήματα όταν ο Παγώνης εξέφρασε την απορία που όλοι είχαμε στο μυαλό μας.

<<Βασσσιλιάααα μου χρειάζεται να βάλω αλοιφή για να φύυυγουν αυτά εδώωω?>>


Την άλλη απορία #@%@# Παγώνη !!!!


<<Α ναι, σσσσυγγνώμη. Βασσσσιλιάαα μου πωςςςς το ‘κανες αυτό το θαύμα εκεί μέεεσσσα?>>

<<Βδελυρέ Παγώνη θαύμα είναι να περπατάς γυμνός με ψηλοτάκουνη γόβα και πλουμιστό καπέλο στο προαύλιο της φυλακής και να μη σε βιάσουν ούτε πέντε. Αυτό που έκανα εγώ ήταν κάτι απολύτως φυσιολογικό – για τα μέτρα μου πάντα.>>, απάντησε σοφά ο σοφός βασιλιάς Νέστορας

<<Μα πωςςςςς μπόρεσσσες να φάαας τόσους μόσσσσχους?>>, απόρησε ο Παγώνης

<< Χάρη στα γονίδια του πατέρα μου Παγώνη. Ο πατέρας μου μπορούσε να φάει περισσότερο από κάθε ανθρώπινο ον . Ένα μέρος αυτής του της ικανότητας πέρασε και σε μένα>>, απάντησε ο Νέστορας και ήταν αληθινή η απάντηση του. Ο θρύλος λέει μάλιστα ότι ο Νεστόριος ο Λάμιας, ο διακριτικά πρόστυχος και αδιάκριτα αθυρόστομος βασιλιάς της Πίνδου που κάποτε είχε φάει ολόκληρη μια λάμια, είχε φάει μια φορά ένα μαμούθ.


‘’Πόσο να ζυγίζει ένα γαμομαμούθ? 300 τόνους? Βγάλε τα κόκκαλα, αμέσως αμέσως πέφτουμε στους 230. Βγάλε και την φύρα στο ψήσιμο πάει 200 τόνους. Ε, τι σκατά, άμα δε μπορώ να φάω 200 τόνους κρέας, να πάω στον γερο- Πλούτωνα μια ώρα αρχύτερα’’, λέγεται ότι είχε πει ο Νεστόριας ο Λάμιας και στη συνέχεια έφαγε το μαμούθ.


<<Συμπτωματικά>>, συνέχισε την αφήγησή του ο βασιλιάς Νέστορας, <<και το δικό μου όριο ήταν οι 17 μόσχοι. Ήξερα ότι δε μπορώ να φάω ούτε μπουκιά παραπάνω, όπως κι εκείνος. Το μόνο πρόβλημα που είχα ήταν ότι για να κερδίσω, έπρεπε με κάποιον τρόπο να ξεκινήσει ο Μπουλούκουλος πρώτος. Τη λύση μου έδωσε αυτό το κέρμα >>, είπε ο βασιλιάς Νέστορας κι έβγαλε με το αριστερό του χέρι μια δραχμή από την δεξιά του τσέπη. <<Κοίταξε το καλά Παγώνη>>, είπε κι ο Παγώνης το κοίταξε και έκπληκτος διαπίστωσε ότι το κέρμα απεικόνιζε και στις δύο του πλευρές το κεφάλι του Αχιλλέα.

<<Ήταν κάαααλπικο!>>, κάγχασε ο Παγώνης ο Κσουλικιάρης.

<<Ναι, Παγώνη, ήταν>>, είπε ο βασιλιάς Νέστορας. << Έχω κι άλλο ένα αντίστοιχο κέρμα στην αριστερή μου τσέπη που απεικονίζει γράμματα κι από τις δύο πλευρές. Τα χρησιμοποιώ αναλόγως, όταν κάποιος από τους υποτακτικούς μου έχει διαφορετική άποψη από μένα σε θέμα για το οποίο του πέφτει λόγος και δεν μπορώ να κάνω νόμιμη χρήση της βασιλικής μου εξουσίας και να επιβάλλω την άποψή μου. Με αυτό τον ύπουλο τρόπο φροντίζω να περνάει το δικό μου και σ’ αυτές τις περιπτώσεις>>



Καθώς έλεγαν αυτά εξακολουθούσαν να προχωρούν, όταν έξαφνα ο Παγώνης ο Κσουλικιάρης σταμάτησε να σέρνεται . Στο δεξί τους χέρι έστεκε μια ορθάνοιχτη πόρτα μέσα στην οποία δεν φαινόταν τίποτα άλλο παρά σκοτάδι πικρό και άραχλο.

<<Γιατί σταματήσαμε εδώ εμετικέ Παγώνη>>, ρώτησε ο βασιλιάς Νέστορας

<<Γιατί, φρρρχλιάθ, πρέεεεπει να πάμε από εδώωωω βασσσσσιλιά μου, αν θέεεελουμε να βρούμε τον Γέεεεροντα, που έχει το μαντζούνι που μπορεί να θεραπεύσει το αχρηστευμένο γόνατο του Διαγόρα>> είπε ο Παγώνης ο Κσουλικιάρης. <<Είναι το δωμάααατιο με την πόοορτααα που κλειδώνει μόνο από μεέεεεσσααα και ανοίοιοιγει μόνο απ’ έεεεξω>>, πρόσθεσε.


<<Μάλιστα.>>, αποκρίθηκε ο Νέστορας. << Ας πάμε από εδώ. Αλλά πες μου πρώτα σιχασιάρη, ποιός είναι ο Σκαρδαβούλας?>>


‘’Ο Σκαρδαβούλας, ο Σκαρδαβούλας’’, ψιθύρισαν εν χορώ όλοι οι παρευρισκόμενοι στην προηγούμενη αίθουσα.


<<Θα σσσου πωωωω βασσσιλιάαα μου. Αλλά ας μπούουμε πρώωωτα στο δωμάααατιο να μην χάνουμε χρόοοονο>>, απάντησε ο Παγώνης ο Κσουλικιάρης

<<Ας είναι λοιπόν. Πάμε>>, είπε ο βασιλιάς Νέστορας και μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Γύρισε να πει κάτι στον Παγώνη τον Κσουλικιάρη, όταν είδε την πόρτα να κλείνει βίαια και να τον παγιδεύει μέσα στο δωμάτιο με την πόρτα που κλειδώνει μόνο από μέσα και ανοίγει μόνο απ’ έξω! Ο Παγώνης ο Κσουλικιάρης τον είχε προδώσει!


<<Κχχχχθρρρρρλλλλ>>, κάγχασε ευχαριστημένο το μιαρό όν εκκρίνοντας βρύα και λειχήνες από το στόμα του. << Πώςςςς την πάτησσσες έτσιιιι βασσσσιλιάααα μουου. Εμπιστεύτηκεςςςς τον βρωμερόοο Παγώνη τον Κσουλικιάρη κι εκείνος σαν βρωμερό σσσσσκουλίκιιιι που είναι σε πρόοοοδωσε. Τώραααα θα μείεινεις για πάααντα κλεισμέεενοςςςς σε αυτό το δωμάααατιο του χαμούου, ξεχασσσσμένος από Θεούςςςςς, από ανθρώπουςςςς κι από τον Παγώνη τον Κσσσσσουλικιάααρη, δηλαδή εμέεεενα.>>, είπε και άρχισε να σέρνεται μακριά από το δωμάτιο που είχε κλείσει τον βασιλιά Νέστορα.


<<Είμαι ένας σιχαμέεεενοςςςς. Έναςςς προδόοτηςςςς. Αλλάααα και οι σιχαμέεεεενοιοιοι έχουν τη θέσσσση του στην ιστορίαααα. Άλλωστε δεν τον πρόοοδωσσσα χωρίς λόγο. Τον πρόοοοδωσσα για τα λεφτάααα>>, έκρωξε με ευδαιμονία το μιαρό πλάσμα.



Άραγε είχε έρθει το τέλος του Νέστορα του Σοφού Βασιλιά της Πίνδου? Άραγε ποια φριχτή μοίρα είχε φέρει αυτή τη συμφορά στο δρόμο της ζωής του? Άραγε έχει έρθει η ώρα να σταματήσω να γράφω επειδή πιάστηκε το χέρι μου? Ένας θεός ξέρει την απάντηση σε όλες αυτές τις ερωτήσεις. Και παρά το γεγονός ότι στην αρχαιότητα υπήρχαν δώδεκα τέτοιοι και εκατοντάδες ημίθεοι, που ανά δέκα κάνουν ένα θεό, κανείς δεν ήταν εκείνη τη στιγμή σε εκείνο το σημείο για να δώσει την απάντηση και κανείς για να λυτρώσει τον σοφό βασιλιά της Πίνδου από τον όλεθρο ετούτο…



*= Οργανισμός ΚΑτά του ΜΑνδραγόρα



TO BE CONTINUED…