Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Videodrome (1983)






Η πλειονότητα των κειμένων που έχουν γραφτεί κατά καιρούς για το Videodrome το καταχωρεί σαν κριτική πάνω στην αυξανόμενη επιρροή των media στο κοινό. Είναι κι αυτή μια παράμετρος του φιλμ, ωστόσο η εν λόγω 'ετικέτα' μάλλον προσδιορίζει στενά και περιορίζει ερμηνευτικά το έργο ενός δημιουργού που έχει δείξει ότι αποφεύγει τις ξεκάθαρες απαντήσεις και πιθανότατα απεχθάνεται την κατηγοριοποίηση των 'παιδιών' του. Ειδικά το Videodrome είναι μια ταινία εκ γενετής ανοιχτή σε ερμηνείες. Τόσο που, ακόμα και μετά από κάμποσες επαναληπτικές προβολές, θέλει κότσια (κι ενδεχομένως και θράσος), για να ισχυριστείς ότι την έχεις συλλάβει κι ακόμα περισσότερο ότι την έχεις αφομοιώσει.


Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί με σχετική βεβαιότητα είναι τούτο. Κύρια θεματική του Videodrome, όπως και του συνόλου της φιλμογραφίας του Kαναδού σκηνοθέτη, είναι η μεταμόρφωση. Όπως κάθε ήρωας του Κρόνενμπεργκ, ο καναλάρχης Μαξ Ρεν οδηγείται σε  μέρη και συνήθειες μη αποδεκτές από τις κοινωνικές συνθήκες, ορμώμενος από την περιέργειά του, από την ανάγκη του να 'μεταμορφωθεί΄. Και η μεταμόρφωση του αυτή, ακόμα κι αν πυροδοτείται από έναν εξωτερικό παράγοντα, πηγάζει από κάποιον εσωτερικό. Προέρχεται και προσδιορίζεται από το ένστικτο, από τις ορμές, από τους μύχιους πόθους του ήρωα. Ο εξωτερικός παράγοντας - εδώ το αρρωστημένο, σαδομαζοχιστικό πρόγραμμα του Videodrome- συνιστά το ερέθισμα, αλλά δεν επηρεάζει τη μορφή που θα λάβει το αντικείμενο μετά το πέρας της μεταμόρφωσης, απλώς ξυπνά μέσα του κάτι που ως εκείνη τη στιγμή λαγοκοιμόταν.  Και η αφύπνιση του συνεπάγεται αποκρουστικές μεταβολές στο σώμα που το καταπιέζει.


Στο Videodrome, o Κρόνενμπεργκ μεταμορφώνει την κοιλιακή χώρα του Τζέιμς Γουντς σε υποδοχή βιντεοκασέτας. Και ταυτόχρονα, παρέα με άλλους τρεις  περιθωριακούς τύπους σαν αυτόν (τους αξιότιμους κυρίους Λιντς, Γκίλιαμ και Κάρπεντερ), μεταμορφώνει το σκληροπυρηνικά ασφαλές αμερικανικό σινεμά της ριγκανικής περιόδου σε πυρετωδώς ανήσυχο, μέσω της φιλμικής συνωμοταξίας που διάγει χρυσές ημέρες σε εποχές άκρατου συντηρητισμού: των b-movies.


Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

The Amazing Spider-Man (2012)





Μολονότι ο Captain America ήταν ο ήρωας που γεννήθηκε ως αντίπαλο δέος στη δημοφιλία του Superman, ο ήρωας της Marvel με τη μαζικότερη απήχηση είναι ο Spiderman. Τα αίτια αυτής του της απήχησης θα πρέπει μάλλον να αναζητηθούν στην ηλικιακή του ταύτιση με τον πυρήνα της fanbase των υπερηρωϊκών κόμικ. Ο Πήτερ Πάρκερ είναι ένας γκαφατζής  και όχι ιδιαίτερα δημοφιλής λυκειόπαις που αποκτά υπερδυνάμεις από το δάγκωμα μιας ραδιενεργούς αράχνης. Ο συνδυασμός των εφηβικών ανησυχιών με την κατατρόπωση χαρακτηριστικά μοχθηρών δυνάμεων του κακού (η πινακοθήκη κακών του Spiderman δεν έχει ανάλογο της εντός της εταιρείας και μόνο με εκείνη του Batman μπορεί να συγκριθεί) μίλησε κατευθείαν στην καρδιά του αγοραστικού κοινού.

 Μόλις 5 χρόνια μετά την (άκρως επιτυχημένη εισπρακτικά) τελευταία κινηματογραφική μεταφορά του χαρακτήρα στη μεγάλη οθόνη, η παραγωγός εταιρεία κάνει reboot στις περιπέτειες του. Το The Amazing Spider-man προσθέτει μια ενδιαφέρουσα πτυχή στη μυθολογία του ανθρώπου – αράχνη, καλύπτοντας με πέπλο μυστηρίου τον θάνατο των γονιών του, τον οποίο ο ήρωας καλείται να ξεδιαλύνει, κι αφήνοντας νύξεις για την εμπλοκή μιας γνώριμης στους φαν πολυεθνικής εταιρείας, της Oscorp. Το σπέρμα αυτής της ιδέας φυτεύεται στο παρόν φιλμ με στόχο να αναπτυχθεί σε εκείνα που θα ακολουθήσουν. Προς το παρόν εκείνο που μας απασχολεί είναι το origin του χαρακτήρα.

Αφιερώνοντας γενναίο χρόνο στις δυσκολίες της καθημερινότητας του Πήτερ Πάρκερ και στο  ρομάντζο του με την Γκουέν Στέισι(μια γλυκύτατη Emma Stone) ο Marc Webb στήνει ένα ταιριαστά με την ιδιοσυγκρασία του ήρωα νεανικό φιλμ, που ξεδιπλώνει με υπομονή τους χαρακτήρες και τις δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ τους, προτού πέσει «ξένος» δάκτυλος για να προχωρήσει το φιλμ στο «θέαμα» και να μην υπερβεί την ανεκτή εμπορικά διάρκεια, οπότε και παρατηρούνται ολοένα και πιο έντονα φαινόμενα σκηνών που μένουν ημιτελείς και χαρακτήρων που εξαφανίζονται μυστηριωδώς. Απέναντι στην υπερκινητική κινηματογράφηση του Raimi ο Webb παραθέτει μια πιο παραδοσιακή προσέγγιση που παράγει αξιοπρεπή (όχι όμως ιδιαιτέρως εντυπωσιακά) αποτελέσματα στα μεγάλα set-pieces. Εδώ που τα λέμε, δεν υπάρχουν και πολλά τέτοια, παρά τα 215 εκατ. δολάρια που στοίχισε η παραγωγή – ένα μέρος του κόστους οφείλεται στη μακρά διαδικασία προ-παραγωγής ενός τέταρτου Spiderman από τον Raimi, πριν παρθεί η απόφαση της επανεκκίνησης του franchise-.

Εκεί που το reboot υπερέχει έναντι του προκατόχου του είναι στην ανάγνωση του ήρωα του. O Πήτερ Πάρκερ είναι ένας loser που θέλει να ενταχθεί στο σύνολο, να γίνει αποδεκτός από τους άλλους. Ο Πάρκερ των Raimi και Maguire είναι ένας χαζοχαρούμενος nerd, που ζει στον κόσμο του και πέρα από το να κινήσει το ενδιαφέρον της Μέρι Τζέιν, δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα η αναγνώριση από τον κοινωνικό του περίγυρο. Στο κόμικ  όταν ο Πάρκερ φορά τη στολή του Spiderman, υιοθετεί μια εγωκεντρική, επιδειξιομανή περσόνα που εκτοξεύει κυνικά σχόλια προς πάσα κατεύθυνση και παίζει με τους κακοποιούς/θύματά του. Η εν λόγω ψυχοπαθολογική μεταμόρφωση, παραμερισμένη από τα προηγούμενα φιλμ, εδώ λαμβάνει χώρα προς τέρψη των purists. Και είναι η συσσωρευμένη ένταση που υποβόσκει στην χαριτωμένη αμηχανία του κατά Andrew Garfield Spiderman, που κάνει ομαλή τη μετάβαση από τον συνεσταλμένο νεαρό στον σαρκαστικό υπερήρωα. O τελευταίος μετά από μια σειρά συναισθηματικά φορτισμένων ερμηνειών σε ταινίες χαμηλότερου βεληνεκούς (Βoy A, Never Let Me Go) βρίσκει το όχημα που θα τον βοηθήσει να φτάσει ψηλότερα και αρπάζει την ευκαιρία από τα μαλλιά, πραγματοποιώντας μια star-making εμφάνιση. Είδωλο μπορεί να μη γίνει ποτέ -δε διαθέτει την «εξωπραγματική» κοψιά που κάνει τις γυναίκες να θέλουν κάποιον σαν αυτόν και τους άντρες να θέλουν να γίνουν σαν αυτόν-, διαθέτει όμως έναν γήινο μαγνητισμό που με τα χρόνια μπορεί να τον καταστήσει μια φιγούρα οικεία άμα τη εμφανίσει της, στα πρότυπα ενός Jack Lemon ή ενός Tom Hanks.

Ακολουθώντας χρονολογικά ένα επικών διαστάσεων και ανείπωτου χαβαλέ υπερηρωϊκό blockbuster όπως το The Avengers, το The Amazing Spider-man  μοιάζει αναπόφευκτα μικρό στη σύγκριση. Αυτό το χαμηλό προφίλ του όμως και το ενδιαφέρον του για τις «μικρές», φαινομενικά ασήμαντες στιγμές ανάμεσα στους ήρωες του είναι που το κάνει τελικά γοητευτικό.


Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Ice Age: Continental Drift (2012)





Το Ice Age είναι ένα franchise που αρέσει στο κοινό. Η ανοδική πορεία που ακολουθούν οι εισπράξεις ταινία με την ταινία στέκει ως ατράνταχτη μαρτυρία της αποδοχής του. Μεγάλο μέρος αυτής οφείλεται στον Scrat, έναν κρετίνο σκίουρο που κυνηγά μανιωδώς ένα βελανίδι, προκαλώντας βιβλικές καταστροφές. O χαρακτήρας του Scrat εκπροσωπεί μια slapstick αθωότητα που τείνει να εκλείψει από τα animation σήμερα και προκαλεί ευθυμία άμα τη εμφανίσει του. Το συνήθειο όμως των δημιουργών του Ice Age να διακόπτουν την αφήγηση, παρεμβάλλοντας ολιγόλεπτες βινιέτες με πρωταγωνιστή τον Scrat, δίνει στις ταινίες της σειράς (ιδίως στα σίκουελ) τον χαρακτήρα σαββατιάτικου παιδικού τηλεοπτικού σόου. Η επιλογή της δημιουργικής ομάδας πίσω από το Ice Age: Continental Drift να ελαττώσει τη διάρκεια αυτών των διαλειμμάτων, ελαττώνει και την αποσπασματικότητα του φιλμ.

Στόχος του ταξιδιού των ηρώων είναι και αυτή τη φορά η επανένωση της οικογένειας. Μετά από μια αμήχανα μονταρισμένη εκκίνηση, οι ρυθμοί βελτιώνονται, τα αστεία βρίσκουν συχνά τον στόχο τους- με την ποσότητα εκείνων που αφορούν το πεπτικό σύστημα να παραμένει μεγάλη, δυστυχώς-, ενώ η μελοδραματικά επική διάθεση που χαρακτηρίζει τη σειρά παραμένει ακέραια. Το πολυπληθές σε χαρακτήρες καστ (ξεχωρίζει μια αγέλη από τρισχαριτωμένους κάστορες και ένας καθυστερημένος θαλάσσιος ελέφαντας με τη φωνή του Nick Frost) συνοδεύεται από μία αναλογικά υπερφορτωμένη ίντριγκα, με storylines για όλα τα γούστα.

Εκείνο που γίνεται φανερό όσο περνά η ώρα είναι πως η ιστορία αποτελεί την αφορμή για την εμπλοκή των ήδη αγαπημένων ηρώων σε μια σειρά από επεισοδιακού χαρακτήρα δοκιμασίες, προορισμένες να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα gags. Κι αυτός είναι ο λόγος που η εν λόγω σειρά δεν άγγιξε και κατά τα φαινόμενα δε θα αγγίξει ποτέ τη δραματουργική υπεροχή των animation της Disney και της Pixar, που πήρε την σκυτάλη από την πρώτη στα μέσα των 90’s. Για τους τελευταίους, ακόμα και όταν γυρίζουν μια συνέχεια μεγάλης επιτυχίας, η ιστορία αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία, συνιστά την ραχοκοκαλιά της ταινίας(επιφανές παράδειγμα το Τoy Story 3). Και αν οι δημιουργοί της σειράς θεωρούν πως αυτή θα διεισδύσει σε εκείνη την κινηματογραφική κάστα με την απλή προσθήκη μουσικοχορευτικού ιντερλούδιου ντισνεϊκών καταβολών στη συνταγή, φοβάμαι πως κινούνται στη λάθος κατεύθυνση.