Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

The Girl With the Dragon Tattoo (2011)



Αρκετοί είναι εκείνοι που δηλώνουν απογοητευμένοι από τον Φίντσερ του νέου αιώνα, θεωρώντας την απομάκρυνση του από την «ριζοσπαστική» φόρμα του Fight Club, ένδειξη συμβιβασμού. Στα μάτια τους ο «νέος» Φίντσερ κάνει ταινίες παραδοσιακές, σκηνοθετικά συντηρητικές με ασφαλές περιεχόμενο, ώστε να γίνουν αρεστές στην οσκαρική ακαδημία. Τα αφηγηματικά και οπτικά τερτίπια του Fight Club δίνουν την αίσθηση μια εμπειρίας φρέσκιας και σύγχρονης (ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το φιλμ αναφέρεται κυρίως στο τέλμα του homo catanaloticus των ‘80s), είναι ωστόσο η επίκαιρη διάσταση του σινεμά του που ακολούθησε - όταν αυτό δεν στόχευε «αποκλειστικά» σ’ έναν πιο ευθύ ψυχαγωγισμό (Δωμάτιο Πανικού) – που το καθιστά νευραλγικό.


Έκφανση της επανάστασης της πληροφορικής είναι η επανάσταση της πληροφορίας. Ο σημερινός δεκαπεντάχρονος έχει παραλάβει και έχει απορροφήσει πολλαπλάσιο όγκο δεδομένων από τον αντίστοιχο προ τριακονταετίας δεκαπεντάχρονο. Προσδιορίζει τη ζωή του γύρω από το κυνήγι, τη σύλληψη και τη διάδοση της πληροφορίας. Είτε αυτό είναι ένα status σε social media, είτε ένα post στο τάδε blog, είτε ένα entry στο Wikipedia και ούτω καθεξής. Ένας καταιγισμός πληροφοριών (και παγκοσμιοποιημένης γλώσσας), μάννα εξ' ουρανού για τον διψασμένο για γνώση νου και μάστιγα συνάμα, αφού συνοδεύεται από την διαπίστωση της δυσαναλογίας μεταξύ του προσφερόμενου χρόνου σε σχέση με τον όγκο (συχνά και την ποιότητα) των παρεχομένων δεδομένων. Έτσι, η κατοχή της πληροφορίας γίνεται αυτοσκοπός και η υπερπροσφορά της καλύπτει το κενό που αφήνει η αδυναμία απορρόφησής της.


Γι’ αυτό ο Φίντσερ, μετά το 2000, κάνει ένα σινεμά σημερινό, ένα σινεμά που αντανακλά την εποχή του. Γιατί στο φιλμικό του σύμπαν η πληροφορία είναι η πεμπτουσία της δραματουργίας. Η απόκτησή της συνιστά ύψιστο δραματουργικό γεγονός, η δυσκολία προσέγγισής της συγκλονιστική δραματουργική σύγκρουση και η απουσία της δραματική κορύφωση. Η έρευνα αποκτά εμμονοληπτικό χαρακτήρα, καθρεφτίζοντας ουσιαστικά την ανάγκη των ηρώων να δώσουν νόημα στην ύπαρξη τους σε ένα κόσμο, που οι ιδέες έχουν ξεφτίσει και ο Θεός έχει εγκαταλείψει.


Επίτιμα μέλη αυτής της κάστας ανθρώπων και οι ήρωες του Κοριτσιού με το Τατουάζ. Ο μεγιστάνας Χένρι Βάνγκερ, τρανός μεγαλοπειχειρηματίας, γόνος οικογενείας με σκοτεινό παρελθόν, αφιερώνει τη ζωή του αναζητώντας τι συνέβη στην ανιψιά του, που χάθηκε πριν 40 χρόνια. Ο δημοσιογράφος Μίκαελ Μπλόμκβιστ, με έναν αποτυχημένο γάμο στις πλάτες του, συγκεντρώνει με πάθος χαρτοπαίχτη στοιχεία που ενοχοποιούν τον κροίσο Χανς Έρικ Βένερστρομ, στοιχεία που διαθέτει και μπορεί να του κομίσει ο Βάνγκερ. Από κοντά, η Λίσμπεθ Σάλαντερ, μια τραυματισμένη, αντικοινωνική φυσιογνωμία με εξωπραγματικές γνώσεις πληροφορικής, χακάρει τα προσωπικά δεδομένα οποιουδήποτε θελήσει, άλλοτε για λογαριασμό της πολυεθνικής από την οποία προσκομίζει τα προς το ζην, άλλοτε για προσωπική χρήση, σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσει, να νιώσει κι αυτή ένα μέλος του συνόλου. Με τον δικό της τρόπο. Η έρευνα για την ανιψιά του Βάνγκερ φέρνει τους δύο τελευταίους μαζί και τους δίνει τη δυνατότητα να πληρώσουν το κενό, που αφήνουν οι προσωπικές τους σταυροφορίες.


Ως αμερικανικό ριμέικ μιας ξενόγλωσσης επιτυχίας, το Κορίτσι με το Τατουάζ αντιμετωπίστηκε αρχικά με επιφυλάξεις. Επιφυλάξεις σχεδόν ακατανόητες όταν στο τιμόνι κάθεται ο Φίντσερ. Κάθε σκηνή είναι μεγαλύτερη και κινηματογραφικά πληρέστερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη του πρωτότυπου. Το δίδυμο Φίντσερ- Ζαΐλιαν φορτώνουν 'χιτσκοκικά' κάθε σκηνή, ακόμα και την φαινομενικά επουσιώδη, με ένα δραματικό απρόοπτο, που εντείνει την εκκρεμότητα (το σασπένς, δηλαδή) για τη συνέχεια, εκκρεμότητα που όμως πηγάζει ουσιαστικά από την ακόρεστη ανάγκη για περισσότερες πληροφορίες. Εκεί δε, που ο Φίντσερ κατατροπώνει μεγαλειωδώς το πρωτότυπο, είναι στον τρόπο που αναδεικνύει την Λίσμπεθ Σάλαντερ στην χαρακτηριστικότερη κινηματογραφική ηρωΐδα του νέου αιώνα. Στο φιλμ του Νιλς Άντερν Όπλεφ, μέσα στα πρώτα λεπτά, έχουμε διαπιστώσει ότι η Λίσμπεθ είναι μια δυναμική γυναίκα, ικανή να βάλει στη θέση του όποιον της σταθεί εμπόδιο. Έτσι η βάρβαρη τιμωρία του δικαστικού συμπαραστάτη της φαντάζει περιττή, μια απλή exploitation πινελιά. Στην ταινία του Φίντσερ όμως, η Λίσμπεθ ως εκείνο το σημείο φαντάζει στα μάτια μας σαν μια απροσάρμοστη κορασίδα, ένα αλλόκοτο, βασανισμένο πλασματάκι με ψυχολογικά προβλήματα και περίεργη αμφίεση. Η μεταμόρφωση της σε κινηματογραφικό icon ακολουθεί μια εξελικτική πορεία, της οποίας κομβικό σημείο είναι η αντίστοιχη σκηνή, αυτή που πληρώνει τον σιχαμένο δικαστικό συμπαραστάτη της με το ίδιο νόμισμα. Έπειτα βλέπουμε τη Λίσμπεθ με διαφορετικό μάτι. Γίνεται δυναμικός χαρακτήρας. Μια ηρωΐδα που σώζει τον 007 αυτοπροσώπως σε ουκ ολίγες περιπτώσεις (εύστοχη η επιλογή του Ντάνιελ Κρεγκ). Γίνεται κάποια που, χάρη στον ευφυή 'καταραμένο' επίλογο που προσθέτει ο Ζαϊλιαν, ανακηρύσσεται ως η μοναδική θηλυκή εκπρόσωπος μιας πινακοθήκης χαρακτήρων που απαριθμεί μόνο αρσενικές συμμετοχές.


Στο κείμενo στο cinetime, κατά την κινηματογραφική έξοδο του φιλμ, ο Ηλίας Δημόπουλος έγραφε ότι δεν ξέρει, ότι δεν είναι σε θέση αρμόδια να ξέρει - κι ότι δεν θέλει και την ευθύνη μιας σχετικής δήλωσης - αν το Κορίτσι με το Τατουάζ είναι μια μεγάλη ταινία. Ο υπογράφων, μολονότι κι αυτός αναρμόδιος να ξέρει -κι εξ’ ίσου αποποιούμενος οποιαδήποτε ευθύνη - δηλώνει αναίσχυντα και θρασύτατα πως γνωρίζει.
Είναι.



Για το cinetime

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

This Must Be the Place



Το This Must Be The Place είναι η δεύτερη κινηματογραφική παραγωγή της πρόσφατης μνήμης, που δανείζεται τον τίτλο της από τραγούδι των Talking Heads (η πρώτη είναι το Life During Wartime του Τοντ Σόλοντζ, ένα σίκουελ του Hapiness με διαφορετικό καστ, που μάλλον δε θα δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες). Είναι όμως η μόνη από τις δύο στην οποία εμφανίζεται ο Ντέιβιντ Μπερν και ερμηνεύει το τραγούδι. Κι αυτή η μεταμοντέρνα πινελιά αποτελεί ένα από τα λιγότερο παράξενα στοιχεία μιας ταινίας, στην οποία ο Σον Πεν υποδύεται έναν κουρασμένο, πιθανότατα καταθλιπτικό, ροκ σταρ, που παραπέμπει εμφανισιακά στον Ρόμπερτ Σμιθ των Cure.


Το όνομά του ήρωα είναι Cheyenne. Η καριέρα του στηρίχτηκε, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, σε μια σειρά από καταθλιπτικά τραγούδια, πολλά από τα οποία έγραψε απλώς για να ικανοποιήσει το κοινό του. Η αυτοκτονία δύο φανατικών θαυμαστών του, επηρεασμένων από τη φιλοσοφία της μουσικής του, τον οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει το ‘άθλημα’. Μεσήλικας πλέον, δίχως να αποχωρίζεται την ΄σημα κατατεθέν’ εμφάνισή του, ζει με τη σύζυγό του σε μια έπαυλη στην Ιρλανδία. Περιφέρεται δυστυχισμένος, νιώθοντας ενοχές για τον χαμό των δύο θαυμαστών του, ψάχνοντας μια ευκαιρία να εξιλεωθεί. Αυτή του δίνεται με το θάνατο του πατέρα του, οι σχέσεις του με τον οποίο ήταν ανύπαρκτες την τελευταία 30ετία. Ο πατέρας του ήταν ανάμεσα στους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος και πέρασε όλη του τη ζωή αναζητώντας μανιωδώς έναν από τους βασανιστές του στο Άουσβιτς. Ο Cheyenne αποφασίζει να συνεχίσει αυτή την αναζήτηση. Και ξεκινά ένα ταξίδι στους αχανείς δρόμους της αμερικανικής επικράτειας. Στο ταξίδι του συναντά ανθρώπους που έχουν χάσει κάτι και η απώλεια αυτή προσδιορίζει τη ζωή τους.


Άσχημα πράγματα συμβαίνουν κάθε μέρα, πολλές φορές και σε σένα τον ίδιο. Θα πρέπει όμως να είσαι ευγνώμων, που πέρασε ακόμα μια μέρα και εσύ εξακολουθείς να είσαι εδώ. Γιατί, αναλογιζόμενος διαρκώς αυτά τα περιστατικά, διερωτώμενος για την αιτία τους, παραμένοντας απαρηγόρητος για την επέλευσή τους, αδυνατείς να το συνειδητοποιήσεις. Αυτό είναι που αποκομίζει ο Cheyenne από το ταξίδι του. Και επιστρέφει στην Ιρλανδία ανανεωμένος. Αρκετοί ενδέχεται να παρανοήσουν την κίνηση του Cheyenne να αποταχθεί την περσόνα του ροκ σταρ, να θεωρήσουν συντηρητική την αντιστοίχηση της με την ωρίμανση του χαρακτήρα. Ο Cheyenne όμως δεν αποβάλλει το μακιγιάζ και το χτένισμα επειδή έτσι οφείλει να πράξει ένας ώριμος άντρας, αλλά επειδή από καιρό έχουν πάψει να τον ευχαριστούν και παραμένουν μάλλον ως μορφή αυτοτιμωρίας.


Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του ταλαντούχου Πάολο Σορρεντίνο είναι ένα road movie. Τα περισσότερα road movies είναι κατά βάθος ιστορίες εσωτερικής αναζήτησης. Προφανής η αντίστιξη. Έχουμε ταξίδι εξωτερικό και ταξίδι εσωτερικό. Ο ήρωας αναζητά να βρει κάποιο αντικείμενο ή πασχίζει να φτάσει σε κάποιο προορισμό και παράλληλα μεταβάλλεται εσωτερικά, άλλοτε προς το καλύτερο και άλλοτε προς το χειρότερο. Στην περίπτωσή μας ξαναβρίσκει τη χαμένη του θέληση για ζωή. Ο Σορρεντίνο, όπως πολλοί άλλοι μη αμερικανοί σκηνοθέτες που δοκιμάζουν για πρώτη φορά την τύχη τους επί αμερικανικού εδάφους (ο Γουονγκ Καρ Βάι το πιο πρόσφατο παράδειγμα), γοητευμένος από την αμερικανική κουλτούρα, προσπαθεί να εντάξει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία της στο φιλμ του κι αυτό λειτουργεί συχνά σε βάρος της συνοχής. Το This Must Be the Place όμως, παρά την επεισοδιακή δομή του, ρέει αβίαστα. Διαθέτει μια αλαφροϊσκιωτη γοητεία, μεγάλο μέρος της οποίας χρωστά στον πρωταγωνιστή της. Η καρτουνίστικη όψη του Cheyenne, το νωχελικό του βάδισμα και η βαριεστημένη, θηλυπρεπής εκφορά του λόγου είναι επιλογές, ικανές να καταστήσουν το φιλμ μια ακούσια φάρσα. Ο σπουδαίος ηθοποιός όμως τις στηρίζει μέχρι τέλους, δίχως την παραμικρή υποψία αυτοπαρωδικής διάθεσης. Αν καταφέρεις να ξεπεράσεις το αρχικό σοκ, είναι δεδομένο ότι η τόλμη και η αυθεντικότητα της ερμηνείας του θα σε κερδίσουν.