Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Avatar (2009)






Tι είναι το Avatar

Μπορείς να υποστηρίξεις, πως είναι ένα φιλμ οικολογικών ανησυχιών. Οικολογικών, πλην όχι γραφικά ακτιβιστικών, μα αναφερόμενων  στην ευρύτερη έννοια της οικολογίας, στην επέμβαση του δυτικού ανθρώπου στο «άγονο» περιβάλλον, προκειμένου να το «δυτικοποιήσει». Μπορείς να ισχυριστείς ότι είναι μια ταινία για τη Μνήμη. Εκείνη την οποία αγνοούν οι επιστήμονες στον Τιτανικό αναζητώντας την «καρδιά της θάλασσας» στο ομώνυμο περιδέραιο κι όχι στον άνθρωπο που το φορούσε, αυτή για την οποία αδιαφορούν οι τεχνοκράτες και οι μιλιταριστές του πολυεθνικού ομίλου στο Avatar, οι οποίοι βλέπουν την γη της Πανδώρας σαν επενδυτικό κεφάλαιο κι όχι σαν ένα ζωντανό τοπίο που ανασαίνει μέσα από τις αναμνήσεις του.

Και θα πέσεις έξω.

Όχι γιατί τα προαναφερθέντα δεν είναι κομμάτια της ταινίας. Αλλά επειδή το ζητούμενο είναι το θέαμα. Η «απόδραση». Κι ο Κάμερον χάρη στην σχολαστική επιμέλεια με την οποία μεριμνά για κάθε επιμέρους τομέα της εκάστοτε ταινίας του, είναι από τους πρωτεργάτες αυτού του σινεμά. Η σκηνή που ο Τζεικ Σάλι αφήνει μέσω του avatar του το μουντό, μεταλλικό μπλε του διαστημοπλοίου και βγαίνει στον ιμπρεσιονιστικό κόσμο της Πανδώρας, μόνο με την μετάβαση της Ντόροθι στην χώρα του Οζ μπορεί να συγκριθεί. Κι από εκείνο το σημείο κι έπειτα ξεκινά μια φιλμική εμπειρία από εκείνες τις ολοένα και πιο σπάνιες, όπου δεν «φθάνει» η ταινία στον θεατή, αλλά «ανεβαίνει» ο θεατής στην ταινία. Γιατί το μεγαλύτερο προσόν του Κάμερον είναι η ικανότητα να πλάθει εναλλακτικούς κόσμους γοητευτικά πειστικούς και προκλητικά ολοκληρωμένους – στο πεδίο αυτό από τους συγχρόνους του μόνο ο Σπίλμπεργκ και ο Ρίντλεϊ Σκοτ είναι εξίσου ικανοί. Και στην περίπτωση του Αvatar η «κοσμοπαραγωγική» του  ικανότητα αγγίζει επίπεδα αποθέωσης.


Το Avatar λοιπόν είναι πρωτίστως ένα λαϊκό θέαμα τιτάνιων διαστάσεων, ένας υπερ -προικισμένος εκπρόσωπος του λεγόμενου σινεμά της «απόδρασης». Κι ως τέτοιος γνώρισε δικαίως καθολική αποδοχή. Κι αν τελικά δεν αγαπήθηκε όσο η προηγούμενη υπερπαραγωγή του Cameron, η οποία αναβίωσε επιτυχώς(και μάλλον σφράγισε) το επικό ρομάντζο, είναι επειδή μπρος στην πληρότητα και την ακεραιότητα του περιβάλλοντος που κινούνται οι χαρακτήρες, το ερωτευμένο ζεύγος που δοκιμάζεται από δυνάμεις, τις οποίες αδυνατεί να ελέγξει, μάλλον περνά σε δεύτερη μοίρα. Και στον Τιτανικό ο πνιγμός του Τζακ σε πρώτη φάση ξεπερνά σε συναισθηματική επιρροή το ναυάγιο του πλοίου (σε δεύτερη όμως, μέσω του μεγέθους της ειδικής απώλειας, γίνεται αντιληπτό κι εκείνο της γενικότερης). Αλλά ας μην τα θέλουμε όλα δικά μας. Άλλωστε πόσες ταινίες αγαπήθηκαν με τέτοια μαζικότητα και τόση θέρμη, όπως ο Τιτανικός;



Στον Ηλία, που έχει περάσει ατέλειωτες ώρες μαζί μου κουβεντιάζοντας του σινεμά τα μυστικά (και τα εισπρακτικά νούμερα) και που ανέχεται την ξεροκεφαλιά μου και την ενίοτε ενοχλητική συνήθεια να διακόπτω τον συνομιλητή μου για να πετάξω μια εξυπνάδα. Δίχως αυτόν, δίχως την επιμονή του να ξαναδώ το Avatar - το οποίο ομολογουμένως είχα εκτιμήσει λιγότερο στην πρώτη προβολή - και δίχως το από καρδιάς κείμενο του για τον Τιτανικό και το σινεμά του Κάμερον, δε θα είχε γραφτεί ποτέ αυτό το κείμενο. Όπως και πολλά άλλα.


Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Two for the Road (1967)

 
 
Υπάρχει μια σκηνή στο Two for the Road που η Audrey πρέπει να φωνάξει άγρια σε ένα δαίμονα με παιδικά χαρακτηριστικά, προκειμένου να αποκαλύψει την τοποθεσία των κλειδιών του αυτοκινήτου και να συνεχίσουν το δρόμο τους. Κι έτσι πράττει. Και το αποτέλεσμα είναι ολωσδιόλου αφύσικο. Γιατί ευγενέστερη φυσιογνωμία από αυτή της Audrey Hepburn δεν πέρασε ποτέ από την μεγάλη οθόνη. Κι αυτή της η ευγένεια είναι που έκανε τον φακό και τους ανθρώπους πίσω από αυτόν, να την λατρεύουν – μοιραία το κοινό θα ακολουθούσε. Μάλλον σ’ αυτή την (δικαιολογημένη) λατρεία προς το υπέροχο μουτράκι της έγκειται και η μεροληπτική στάση του Donen, που, καθώς συνθέτει και αποσυνθέτει μία σχέση επί της οθόνης, φορτώνει ενοχλητικά το σύνολο των ευθυνών στην πλάτη του αρσενικού. Ενόχληση που έρχεται και παρέρχεται κάθε φορά που ένα κοντινό στην Audrey στολίζει το πανί. Πώς να τον κακίσεις;

Κατά τα άλλα το χρονικό «πηγαινέλα» του μοντάζ είναι αποτελεσματικότερο, όταν έχει ένα γεωγραφικό σημείο αναφοράς, οι μελωδίες του Mancini λυγίζουν και ατσάλι, ενώ η ευτυχής κατάληξη φαντάζει στα μάτια μου τολμηρότερη από οποιονδήποτε αλά nouvelle vague μοντερνισμό έχει προηγηθεί.

Γιατί το διαβατήριο, για να συνεχίσεις τον δρόμο σου, το έχει το κορίτσι. Απλά ενίοτε το λησμονείς. Κι ενίοτε λησμονεί κι εκείνη να σου το θυμίσει. Κι όταν το θυμάσαι, γελάς με τον εαυτό σου. Πως μπορούσες να είσαι τόσο χαζός; Ήταν πάντα εκεί.