Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

The Adventures of Tin-Tin: The Secret of the Unicorn



O Μπράιαν Ντε Πάλμα είχε δηλώσει κάποτε ότι η κάμερα λέει ψέματα 24 φορές το δευτερόλεπτο. Άρα αυτός που την χειρίζεται διαπράττει απάτη (με τη μεταφορική έννοια του όρου, όχι με την ποινική). Γιατί ψεύδεται στο κοινό, έχει σαν στόχο την παραπλάνησή του, παρουσιάζοντας μέσω του φακού ένα αναληθές γεγονός ως αληθές. Αν ο σκηνοθέτης είναι καλός ‘απατεώνας’, τότε ο θεατής παραμερίζει τις αναστολές του και πέφτει (με ευχαρίστηση) θύμα της απάτης του πρώτου.


O Στίβεν Σπίλμπεργκ είναι ένας από τους πλέον πανούργους ‘απατεώνες’ του σινεμά. Γιατί κατορθώνει να δώσει αληθινή υπόσταση σε κόσμους εντελώς αποκομμένους από το δικό μας. Όλες του οι ταινίες (ακόμα κι εκείνες που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα) εξελίσσονται σε ένα κινηματογραφικό σύμπαν, όταν όμως επιχειρεί να κάνει καθαρόαιμο σινεμά ‘απόδρασης’ – κι ευτυχώς το επιχειρεί τακτικά- οι ικανότητες του στην ‘απάτη’ αγγίζουν επίπεδα αποθέωσης. Ο φιλμικός κόσμος του Σπίλμπεργκ έχει τόσο στέρεη δομή και τέτοια επιμέλεια ως προς την παραμικρή λεπτομέρεια, που ‘καταπίνει’ το θεατή, με τον τελευταίο, για όσο χρόνο διαρκεί η περιήγησή του, να είναι έτοιμος να αποδεχτεί ως πραγματικό ακόμα και το πιο εξωφρενικό stunt. Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις, όπου δεν ‘κατεβαίνει’ η ταινία στον θεατή, αλλά ‘ανεβαίνει’ ο θεατής στην ταινία και μάλιστα με χαρακτηριστική ευκολία.


Είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να βρεθεί ιδανικότερος σκηνοθέτης από τον Σπίλμπεργκ για να μεταφέρει το σουρεαλιστικό σύμπαν του Ερζέ στον κινηματογράφο, ικανός να βρει τις ισορροπίες ανάμεσα στο slapstick χιούμορ και στην αγνή περιπέτεια. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που η κινηματογραφική διασκευή των περιπετειών του ΤενΤεν συνιστούσε για τον ίδιο όνειρο ζωής, καθώς πάλευε να το μεταφέρει στο σινεμά από το 1981, όταν κάποιος κριτικός απένειμε στους Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού το παράσημο ότι θυμίζουν το κόμικ του Ερζέ. Και τώρα, τρεις δεκαετίες μετά, με τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Συμπυκνώνοντας τρία τεύχη του κόμικ σε ένα φιλμ, ο Σπίλμπεργκ μεταφέρει το όραμα του Ερζέ αυτούσιο στην οθόνη, δίχως να προχωρήσει σε εκπτώσεις, ελαττώνοντας για παράδειγμα την βία στις συμπλοκές του ήρωα με πάσης φύσεως κακοποιούς ή παραλείποντας τον αλκοολισμό του καπετάνιου Χάντοκ – ένα από τα στοιχεία που κάνουν αυτό τον χαρακτήρα τόσο απολαυστικό. Όσοι έχουν επαφή με το κόμικ θα χαμογελάσουν με πονηρά κλεισίματα του ματιού, όπως το σκίτσο που ολοκληρώνει ο πλανόδιος ζωγράφος ( που φέρει τα χαρακτηριστικά του Ερζέ) στην εισαγωγή, κατά την ευρηματική σύσταση του χαρακτήρα ή την πρόσκαιρη χαρά του καπετάνιου Χάντοκ στη θέα της αοιδού της όπερας, ενός περιφερειακού χαρακτήρα, που οι φαν του κόμικ γνωρίζουν ότι ο ήρωας απεχθάνεται.


Το καλό όμως είναι ότι για να απολαύσει κανείς το φιλμ, δεν χρειάζεται να έχει την παραμικρή επαφή με το έργο του Ερζέ. Από τους παιχνιδιάρικους τίτλους αρχής, που παραπέμπουν στους αντίστοιχους του Catch me if you can, έως την ελπιδοφόρα υπόσχεση για νέες περιπέτειες στο φινάλε, η ταινία είναι ένα ξέφρενο κινηματογραφικό roller-coaster, γεμάτο έντονες συγκινήσεις σε κάθε στροφή. Με highlight το κυνηγητό με το μοτοσακό - ένα set-piece που βρίθει πρωτότυπων ευρημάτων-, ο Σπίλμπεργκ στήνει μερικές από τις πλέον περίτεχνες σκηνές δράσης που είδαμε ποτέ σε animation (και όχι μόνο), με μονοπλάνα που κάνουν ακόμα και τον Μπραντ Μπέρντ του Ratatouille να κοκκινίζει από ντροπή, ενώ παράλληλα φροντίζει να αναπτύξει καθένα από τους κεντρικούς χαρακτήρες της δραματουργίας ξεχωριστά. Γιατί οι χαρακτήρες σε μια ταινία του Σπίλμπεργκ βρίσκονται στο επίκεντρο της δράσης, δεν είναι απλώς ένα κομμάτι του ντεκόρ, όπως για παράδειγμα, στα θορυβώδη έπη του Μάικλ Μπέι και των ομοίων του. Το σινεμά των τελευταίων, με τα βιαστικά cuts, την απουσία γεωγραφίας στις σκηνές δράσης και την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για τον ανθρώπινο παράγοντα, ουδεμία σχέση έχει με το ΣΙΝΕΜΑ του Σπίλμπεργκ. Φυσικά οι ‘μπαζιμπουζούκοι’ (όπως θα τους αποκαλούσε ο καπετάνιος Χάντοκ) της κριτικής, εξακολουθούν να τους βάζουν στο ίδιο τσουβάλι. Τους απορρίπτουν, βλέπετε, όλους ανεξαιρέτως, ως «φερέφωνα της ιμπεριαλιστικής βιομηχανίας του Χόλιγουντ, που μόνο στόχο έχει την αποχαύνωση της μάζας».


Για τον Εξώστη