Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

J.Edgar




Ένα έθνος που θυσιάζει ελευθερία για λίγη ασφάλεια δεν δικαιούται τίποτα από τα δύο. Σήμερα, δεκαετίες από τη δήλωση αυτή του Ρούζβελτ, ο περιορισμός της ελευθερίας για τη διαφύλαξη της ασφάλειας έχει μετεξελιχθεί σε πρακτική της διοίκησης. Ιδιαίτερα μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11/09/01 στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, υπό τον (τεχνητό;) φόβο μιας αδιόρατης, διαρκούς απειλής, θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα θυσιάζονται στο βωμό της ασφάλειας. Διατάσσονται παράνομες ένοπλες επεμβάσεις σε αλλότρια εδάφη για την ανεύρεση τρομοκρατών, πολίτες συλλαμβάνονται και καταδικάζονται δίχως δίκη σε κράτηση αορίστου χρόνου, ενώ τα προσωπικά δεδομένα τείνουν να γίνουν κοινό κτήμα.

Ο Χούβερ ήταν ένας από τους πρώτους διδάξαντες αυτής της πολιτικής. Με αίτιο (ή πρόφαση) την καταστολή του οργανωμένου εγκλήματος και την απόκρουση της κουμμουνιστικής απειλής φακέλωσε όλη την Αμερική, διατηρούσε αρχείο ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων για άρχοντες κληρωτούς και μη και καταδίκαζε σε απέλαση πολίτες με μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο την ενδεχόμενη συσχέτισή τους με (θεωρούμενα υπό εξαιρετικά ευρεία έννοια)κουμμουνιστικά στοιχεία. Θα ήταν ευφημισμός αν λέγαμε ότι πρόκειται για έναν αρνητικό χαρακτήρα. Φήμες δε τον θέλουν να συμμετείχε δια της εκούσιας αδράνειας του στη δολοφονία του Κένεντι και να διατηρεί ερωτικό δεσμό με τον επί σειρά ετών συνεργάτη του Κλάιντ Τόλσον. Στην ιστορία του λοιπόν υπάρχει περίσσιο υλικό για την παραγωγή ενός λουκούλλειου φιλμικού γεύματος για τους λάτρεις της σκανδαλοθηρίας.

Ο Κλιντ Ίστγουντ όμως δε θα έκανε ποτέ μια τέτοια ταινία. Η αξιοπρέπεια είναι μία από τις αρχές που διέπουν τη σπουδαία πορεία του στον χώρο. Και είναι αυτή που δε θα του επέτρεπε ποτέ να υποχωρήσει στις επιταγές μιας τόσο φθηνής, λαϊκίστικης προσέγγισης. Και η διακριτικότητα του δε θα του επέτρεπε να κάνει ένα στρατευμένο φιλμ. Χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι το J.Edgar είναι μια απολιτική ταινία – αυτό θα ήταν αδυναμία για την βιογραφία ενός προσώπου όπως ο Χούβερ.

Ακολουθώντας το γνώριμο μοτίβο της σύνταξης της αυτοβιογραφίας, ο Ίστγουντ αφήνει έναν γερασμένο Χούβερ να αφηγηθεί την ιστορία της ζωής του. Παρακολουθούμε πως, υπό τις εξαντλητικές προτροπές μιας δεσποτικής μητριαρχικής φιγούρας, πασχίζει και τελικά καταφέρνει να γίνει ο ισχυρότερος άντρας στην Αμερική. Στην προσπάθεια του αυτή, τηρώντας την αμερικανική παράδοση κατασκευής μύθων (που ήταν η κεντρική θεματική του σφόδρα παραγνωρισμένου Flags of our Fathers), χτίζει ένα μύθο γύρω από το όνομά του, βαφτίζει την προσωπική καταξίωση ως κοινωνική σταυροφορία και καταστέλλει την πραγματική του ταυτότητα.

Η αφήγηση φυσικά είναι υποκειμενική. Και ως υποκειμενική παραλλάσσει και αποκρύπτει ορισμένα στοιχεία που συνιστούν τα γεγονότα. Ο πολυμήχανος Ίστγουντ όμως στήνει μια σειρά από καθρέφτες, που ακολουθούν τον ήρωα στις πιο προσωπικές στιγμές του. Και κάθε άνθρωπος μπορεί να ξεγελάσει τους άλλους, δε μπορεί όμως να κρύψει την αλήθεια από τον εαυτό του. Όταν έρθει η ώρα ο Χούβερ θα αποκαλύψει την αλήθεια. Θα εξομολογηθεί τα μυστικά του. Σαν γνήσιος ήρωας του Ίστγουντ όμως θα το κάνει μόνο εκεί που έχει σημασία. Στον άνθρωπο που αγαπά. Στο ‘αίμα’ του.

Στα χέρια άλλου σκηνοθέτη η βιογραφία μιας τόσο αρνητικής προσωπικότητας θα εξαντλούνταν σε μια επιδερμική φιλμική κατηγορία εναντίον της. Θα περιοριζόταν στις πιπεράτες λεπτομέρειες του μύθου. Στα χέρια του Ίστγουντ όμως (και του Ντι Κάπριο, που πραγματοποιεί μια οσκαρική ‘εξαφάνιση’ στο ρόλο) γίνεται ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο, πυκνό σε θεματικές, πλούσιο σε δραματικές συγκινήσεις. Με το που πέφτουν οι τίτλοι τέλους, νιώθεις ευγνωμοσύνη για έναν άνθρωπο του οποίου οι ταινίες εξαγνίζουν την ψυχή, σαν Θεία Κοινωνία. Ευλογημένος να ’σαι, Κλιντ.



Για τον Εξώστη