Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Don Jon (2013)





Η πορνογραφία και η ρομαντική μυθοπλασία έχουν κοινά στοιχεία. Αμφότερες προσπαθούν να ανταποκριθούν στις επιθυμίες του φύλου στο οποίο καταρχήν απευθύνονται και οφείλουν μεγάλο μέρος της γοητείας τους στην προβολή την υποταγής του άλλου φύλου, ώστε να ανταποκρίνεται σε αυτές τις επιθυμίες και να πληρωθεί η φαντασίωση. Αμφότερες αποτελούν μια φανταστική παρουσίαση των σχέσεων μεταξύ των φύλων, με απώτερο στόχο την «απόδραση». Αν όμως ο αποδέκτης τους αδυνατεί να διαχωρίσει την φαντασία από την πραγματικότητα και θεωρεί πως αυτό που παρακολουθεί είναι το ιδανικό μοντέλο, στις προδιαγραφές του οποίου πρέπει να ανταποκριθεί η σχέση του με το άλλο φύλο, τότε υπάρχει πρόβλημα.


Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ φέρνει κοντά έναν άντρα εθισμένο στο σκληρό πορνό και μια γυναίκα εθισμένη  στις γλυκανάλατες ρομαντικές ταινίες. Η σύγκρουση αυτών των δυο χαρακτήρων είναι μια ιδέα από την οποία, πέρα από χαριτωμένες παρεξηγήσεις, θα μπορούσε να προκύψει μια ενδιαφέρουσα πραγματεία πάνω στις διαφυλικές σχέσεις. Μόνο που ο Λέβιτ εγκαταλείπει την ιδέα στα μισά του δρόμου και αποφασίζει να κάνει μια ταινία για το πέρασμα ενός ανώριμου χαρακτήρα στην ωριμότητα. Η οποία, λέει, συνοδεύεται από την εγκατάλειψη του "αθλήματος" της παρακολούθησης πορνοταινιών, αφήνοντας ουσιαστικά ημιτελές και το δεύτερο κομμάτι με την προχειρότητα με την οποία το κλείνει.



Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

The Conjuring (2013)





Αν σου φαίνεται αστεία η ιδέα μιας σατανικής οντότητας που δεν έχει καλύτερη δουλειά να κάνει από το να εισχωρεί σε καλούς ανθρώπους, αναγκάζοντας τους να προξενήσουν κακό στον εαυτό τους και στους άλλους και η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο μέσω ενός  χριστιανικού τελετουργικού, τότε οι κινηματογραφικοί «εξορκιστές», δεν θα έχουν το επιθυμητό, τραυματικό αποτέλεσμα πάνω σου. Είναι και που συνήθως, προκειμένου να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της δαιμονικής απειλής και να καταφέρει να σε στοιχειώσει, οι επιθέσεις της στρέφονται εναντίον των συμβόλων και των ηθών της χριστιανικής πίστης, την οποία ο δημιουργός αυθαίρετα θεωρεί ότι διαθέτεις στον βαθμό, που θα θεωρήσεις βλάσφημη και κακόβουλη οποιαδήποτε αμφισβήτηση των επιμέρους στοιχείων που την συνιστούν. Κοινώς, αν δεν ασπάζεσαι το μότο «πίστευε και μη ερεύνα», μάλλον δεν θα χάσεις τον ύπνο σου με τούτη την υπο-κατηγορία του σινεμά τρόμου.


Στο The Conjuring βέβαια, το πιο πρόσφατο horror του σκηνοθέτη Τζέιμς Γουάν, αρκεί μια ώρα κοψοχολιαστικής (και σκηνοθετικά περίτεχνης) περιήγησης στα δωμάτια της στοιχειωμένης έπαυλης της οικογένειας Περόν, για να αναγκαστείς να αλλάξεις βρακί. Στην συνέχεια όμως ο Γουάν κάνει μια στροφή στο προαναφερθέν υπο-είδος τρόμου. Και έτσι το ευλαβικό χριστιανικό ζεύγος καλείται να βοηθήσει μέσω της παραδοσιακής χριστιανικής τελετής του εξορκισμού την (συμπτωματικά;) απομακρυσμένη από την εκκλησία οικογένεια που πλήττεται από την μοχθηρία του σατανά. Και , ανάλογα με τις πεποιθήσεις σου, ο τρόμος ελαττώνεται ή κορυφώνεται. 



Είναι πάντως προς τιμήν του αυστραλού δημιουργού που με έναν ελιγμό της τελευταίας στιγμής παρεκκλίνει από την προδιαγεγραμμένη (για το είδος) πορεία κι έτσι η τελειωτική λύση δεν δίνεται μέσω του θρησκευτικού τελετουργικού, αλλά μέσω της αγάπης. Έστω και μιας αυστηρά οικογενειακής αγάπης. Εντός των πλαισίων ενός φιλμ, όπου η «θεία» συνδρομή φαντάζει για ώρα μονόδρομος για να κατατροπωθεί η απειλή, η επίτευξη της νίκης από τον ανθρώπινο παράγοντα συνιστά μια τολμηρή δημιουργική επιλογή.




Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

All is Lost (2013)





Με το All is Lost o Τζέι Σι Τσάντορ ζητά πολλά από τον θεατή του. Του ζητά να συμβιβαστεί με την ιδέα ενός φιλμ όπου ο λόγος απουσιάζει. Τον προτρέπει να χωνέψει πως για το υπόλοιπο δίωρο θα παρακολουθεί επί της οθόνης έναν μόνο χαρακτήρα. Τον καλεί να γίνει συμμέτοχος σε μια σειρά από λεπτομερώς παρουσιασμένες χειρωνακτικές εργασίες κι αυτό είναι μεγάλη πρόκληση για κάποιον που, έχοντας παραδοθεί στις ψηφιακές διευκολύνσεις, δεν μπορεί καν να φανταστεί έναν "αναλογικό" κόσμο.


Αν, ως θεατής, ανταποκριθείς στο κάλεσμα του, ο Τσάντορ θα σε ανταμείψει με μια σκληρή περιπέτεια επιβίωσης, τόσο ρεαλιστική ώστε κάθε κύμα που σκάει πάνω στο καρυδότσουφλο που χωρίζει τον Ρέντφορντ από την άβυσσο του ωκεανού, το νιώθεις σαν καμουτσικιά στο πετσί σου. Θα σε "φιλοδωρήσει" με μια ταινία για τον φόβο του Θανάτου και τον τρόπο που ο Άνθρωπος στέκεται απέναντι του, καθώς τον νιώθει να πλησιάζει. Την αρχική αλαζονεία, διαδέχεται η λυσσαλέα μάχη, που μπρος στη διαφαινόμενη ήττα μετατρέπεται σε απέλπιδα προσπάθεια αποφυγής του. Ακολουθεί η συνειδητοποίηση, που συνοδεύεται από την ανάγκη της άφεσης για όλα του τα κρίματα. Μιας άφεσης η οποία, κατά τον Τσάντορ, θα έρθει σκορσέζικα, μόνο αφού ο Άνθρωπος ομολογήσει την ήττα του και παραδοθεί οριστικά στα χέρια του Δημιουργού.


Κι αν ο αμερικανός σκηνοθέτης φρόντιζε να δώσει στον χαρακτήρα του δραματική υπόσταση, αντί να τον χρησιμοποιήσει αποκλειστικά ως σύμβολο, θα είχε κάνει την εμπειρία βιωματική και θα είχε ανταποδώσει την εμπιστοσύνη του Ρέντφορντ στο πρόσωπο του, χαρίζοντας του έναν αβανταδόρικο ρόλο που θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε σωρεία τιμητικών διακρίσεων. Η παντελής απουσία αβάντας όμως είναι που κάνει την εμφάνιση του Ρέντφορντ στην ταινία μία από τις γενναιότερες που έχει πραγματοποιήσει ποτέ μεγάλος σταρ στο πανί. Ένα ρίσκο που πήρε, όχι επειδή στην ηλικία του δεν έχει τίποτα να χάσει, αλλά επειδή γνωρίζει πως αργά ή γρήγορα θα χάσει τα πάντα. Αντί λοιπόν να προσπαθήσει να ξεγελάσει τον θάνατο, ανακυκλώνοντας μια κινηματογραφική περσόνα αιώνιας νεότητας, προτιμά να τον κοιτάξει κατάματα, εκτιθέμενος μέσα από την τέχνη του.




Η άφοβη έκθεση. Ίδιον μεγάλων καλλιτεχνών και, πάνω από όλα, μεγάλων αντρών.