Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Άντε Χάσου, Καλοκαίρι!





Ήρθες πάλι, σιχαμένο, βδελυρό καλοκαίρι. Πόσα μερόνυχτα πέρασα κάνοντας επίμονες εκκλήσεις, απεγνωσμένες προσευχές σε δαίμονες και σε θεούς να γίνει θαύμα απρόσμενο και φέτος να μην έρθεις; Κάθε που μπαίνει ο Μάης, κοιτώ έντρομος το ημερολόγιο με τις γυμνόστηθες μοντέλες και καθώς οι μέρες σβήνουν και ο Ιούνιος πλησιάζει, νιώθω σα να ‘μαι αλυσοδεμένος στα παράλια μιας θάλασσας από ακαθαρσίες και να βλέπω την παλίρροια να ζυγώνει. Σε μισώ καλοκαίρι. Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ. Σε μισώ γιατί ο ερχομός σου σημαίνει πως αργά ή γρήγορα θα πρέπει να «κάνω μπάνιο στη θάλασσα». Και μου είναι πιο ευχάριστο να προσπαθώ να βγάλω τα νύχια μου με οδοντογλυφίδες, από το να υποστώ για ακόμα μια φορά αυτό το ανίερο τελετουργικό που καλείται «μπάνιο στην θάλασσα». Δικαιολογημένα θα αναρωτιέστε από πού πηγάζει αυτή μου η απέχθεια για την, κατά την κλινικά ηλίθια κρατούσα πλειοψηφία, κορυφαία καλοκαιρινή δραστηριότητα. Μάθετε πως όλα ξεκίνησαν από τον γέρο μου.


Ο γέρος μου, που λέτε, μας συντηρούσε κουβαλώντας τελάρα με ακτινίδια. Τρόπος του λέγειν μας συντηρούσε, γιατί το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που έβγαζε, το ξόδευε στο μπαρ σε ανυπολόγιστες ποσότητες αλκοόλ και σε διασκεδαστικά στοιχηματικά παιγνίδια, όπως αυτό που ο μπάρμαν έβαζε στο νου του έναν αριθμό από το 1 έως το 100.000 και τον καλούσε να μαντέψει, ποιόν αριθμό είχε σκεφτεί. Περιέργως ο γέρος μου πάντα έχανε. Κι έπειτα επέστρεφε στο σπίτι ρέστος και τύφλα στο μεθύσι. Μια φορά επέστρεψε τόσο μεθυσμένος, που πέρασε ένα κομπολόι από κεχριμπάρι για κροταλία και προσπαθούσε να το σκοτώσει με μια λαστιχένια παντόφλα. Αν τύχαινε να είμαι ξύπνιος, όταν επέστρεφε, με ρωτούσε εξοργισμένος «τι ώρα είναι αυτή που γύρισε σπίτι ο πατέρας σου;» και με χτυπούσε με το ζωνάρι του.


Που ήθελα να καταλήξω όμως; Α ναι. Ήμουν οχτώ χρονών όταν με πήγε πρώτη φορά για μπάνιο στο λιμάνι της περιοχής. Φτάσαμε, προχωρήσαμε μέχρι την άκρη μιας προβλήτας κι έπειτα γύρισε και μου είπε «Σε έφερα. Και τώρα μπες μέσα και κολύμπα». Του υπενθύμισα ότι δεν ήξερα κολύμπι κι εκείνος με διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε ουδείς λόγος ανησυχίας. Κι έπειτα με γράπωσε από τον γιακά και με πέταξε στο νερό όσο πιο μακριά μπορούσε. «Πνίγομαι» φώναξα, αναμένοντας άμεση πατρική βοήθεια. Εκείνος όμως κάθισε με την ησυχία του στην άκρη της προβλήτας, άνοιξε βασανιστικά αργά την εφημερίδα του κι έπειτα φώναξε αδιάφορα «κούνησε τα χέρια και τα πόδια σου δεξιά κι αριστερά και θα βγεις». Έτσι έπραξα και τελικά κατάφερα να βγω, έχοντας όμως πιεί τόσο θαλασσινό νερό, ώστε δυο μέρες μετά που οι γονείς μου με πήγαν για εξετάσεις αίματος, αφού διάβασε τα αποτελέσματα ο γιατρός, τους είπε επί λέξει «λυπάμαι πολύ, αλλά φέτος δύσκολα θα απονεμηθεί γαλάζια σημαία στον γιο σας».


Κι αν αυτή η φρικιαστική πρώτη επαφή με το υγρό στοιχείο θα αρκούσε για να μην ξαναπλησιάσω ποτέ παραθαλάσσια περιοχή σε απόσταση τριών τετραγωνικών χιλιομέτρων, μάθετε πως τα βάσανα μου έχουν και συνέχεια. Ήταν δυο χρόνια μετά το ατυχές συμβάν, που πήγαμε ταξίδι σε μεσογειακό νησί κι έπαιζα με τα κουβαδάκια μου στην άμμο. Έχτιζα περίτεχνα κάστρα με οχυρώσεις απροσπέλαστες, παλάτια καμωμένα με μαστοριά δυσανάλογη προς το νεαρό της ηλικίας μου . Έπειτα όμως ήρθαν τέσσερα παιδάκια, τρία αγόρια στην ηλικία μου, των οποίων τα ονόματα έχω λησμονήσει -κι εύχομαι μαζί μου να τα’ χει λησμονήσει και ο Θεός- κι ένα πεντάχρονο κορίτσι, η Σμαράγδα.

«Πω,πω τι ωραία που τα έκανες», είπε ο ψηλότερος τους και προτού προλάβω να τον ευχαριστήσω, ξεκίνησαν και οι τρεις να τα τσαλαπατούν χασκογελώντας.

«Δεν είναι ακόμα καλύτερα τώρα;» με ρώτησαν ξεκαρδισμένοι στα γέλια, ενώ τα λεπτοδουλεμένα κάστρα μου είχαν γίνει πια ακανόνιστοι λοφίσκοι από άμμο. Προτού απαντήσω, ένας τους άρπαξε το σακίδιο μου, το άνοιξε κι έβγαλε έξω το κολατσιό μου, ένα σάντουιτς λαχταριστό με σαλάμι αέρος και ζουμερή τομάτα, τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο με αξιοζήλευτη επιμέλεια από την μαμά μου. Το ξετύλιξε βίαια κι άρχισε να το καταβροχθίζει μπροστά μου, βγάζοντας ήχους ηδονής, όπως «νομ, νομ,νομ» και «σλουρπ». Ένας άλλος πήρε το παγουρίνο μου, άδειασε το νερό στην άμμο και πήγε να το γεμίσει με θαλασσινό, που είναι πιο νόστιμο, όπως με ενημέρωσε. Σοκαρισμένος παρακολουθούσα αυτή την πρωτοφανή βαρβαρική επιδρομή κι αποφάσισα ότι δεν έπρεπε να την ανεχτώ άλλο.

«Αυτό που κάνετε δεν είναι σωστό», τους φώναξα, σμίγοντας τα φρύδια και φουσκώνοντας το στέρνο, για να τους δείξω ότι δεν αστειεύομαι.

«Αντιμίλησες ή μου φάνηκε;» ρώτησε ο ψηλότερος τους και έπειτα απευθύνθηκε στους υπόλοιπους. «Παιδιά τι κάνουμε σε αυτούς που αντιμιλάνε;»

«Να μας πει η Σμαράγδα», απάντησαν οι άλλοι δυο κι ο ψηλός της παρέας στράφηκε στην μικροκαμωμένη Σμαράγδα, ένα παιδί με τόσο ευγενικά χαρακτηριστικά, που το δίχως άλλο θα την έβαζαν να υποδύεται το Θείο Βρέφος σ’ αυτές τις ελεεινές θεατρικές παραστάσεις που ανεβάζουν στα σχολεία κάθε Χριστούγεννα. «Σμαράγδα τι θέλεις να του κάνουμε για να μάθει ότι δεν πρέπει να αντιμιλάει;», την ρώτησε.

Κι έπειτα η Σμαράγδα άνοιξε το μικροσκοπικό, χαριτωμένο στοματάκι της και με την αγγελική φωνή της έκανε γνωστή την επιθυμία της. «Θέλω να κάνετε δέκα κεφτεδάκια από άμμο και να τον βάλετε να τα μασήσει καλά και να τα καταπιεί ένα-ένα κι έπειτα να τον αρπάξετε, να του βγάλετε το μαγιό, να το βουτήξετε στην λεκάνη της τουαλέτας και να του το φορέσετε καπέλο.»







Το έκαναν.






Από τότε σιχαίνομαι την θάλασσα. Δεν θέλω να την βλέπω μπροστά μου. Ωχ, πέρασε η ώρα! Φοβάμαι πως πρέπει να σας αφήσω. Έχω να πάω στην παραλία, βλέπετε. Όχι, όχι, μην βγάζετε βιαστικά συμπεράσματα, να σας εξηγήσω. Η σύζυγος μου ξεκαθάρισε πως εάν φέτος το καλοκαίρι δεν την ακολουθώ κάθε σαββατοκύριακο στην παραλία, θα κοιμάμαι όλο το φθινόπωρο στο σπίτι του σκύλου. Και πιάστηκε η μέση μου την τελευταία φορά που κοιμήθηκα εκεί. Κλείνω λοιπόν. Α, και αν ποτέ σας φέρει ο δρόμος σε παραλία και δείτε έναν μικροκαμωμένο, διοπτροφόρο σαρανταπεντάρη με τριχόπτωση, καθισμένο σε ξαπλώστρα με την πλάτη γυρισμένη στην θάλασσα, να ξέρετε πως είμαι εγώ. Μην ντραπείτε να με χαιρετήσετε. Χτυπήστε με και συγκαταβατικά στην πλάτη, αν θέλετε. Όχι στο πρόσωπο όμως, σας ικετεύω.





Δεν υπάρχουν σχόλια: