Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Το σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο του Ευγένιου Ογκρατέν







Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε στην καλλιτεχνική κοινότητα η είδηση ότι ο Ευγένιος Ογκρατέν δολοφονήθηκε στο σπίτι του τα ξημερώματα της Δευτέρας. Ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας έπρεπε βάσει του συμβολαίου του με την εταιρεία θεατρικών παραγωγών "Ο Χαρωπός Θεατρίνος" να παραδώσει μέχρι τις 29 του μήνα το τελευταίο του έργο, με τίτλο "Η Κάλτσα που Κελαηδούσε σαν Άγγελος ". Βασανιζόταν όμως από ένα φοβερό writer's block και επί μήνες το μόνο που είχε γράψει ήταν η φράση "τα καινούργια μαύρα παντελόνια δεν πλένονται ποτέ μαζί με τις λευκές σωβρακοφανέλες". Καθώς ο καιρός περνούσε η αγωνία του να προλάβει την προθεσμία γιγαντωνόταν και τελικά έγινε αυτό που όλοι οι οικείοι του φοβόντουσαν. Τα ξημερώματα της Δευτέρας τον έφαγε η αγωνία. Άντρες της ασφάλειας, που ειδοποιήθηκαν από τους γείτονες, οι οποίοι ξύπνησαν από τις φρικιαστικές κραυγές του θύματος, έσπευσαν στο διαμέρισμα του, αλλά ήταν πλέον αργά. Όταν έσπασαν την πόρτα η αγωνία τον είχε ήδη καταβροχθίσει και καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με τα πόδια τεντωμένα και την κοιλιά τουρλωμένη. Ανώνυμες πηγές ισχυρίζονται πως όταν ο επικεφαλής της αστυνομικής επιχείρησης την κάλεσε να σηκώσει τα χέρια ψηλά, εκείνη τον κοίταξε με ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο και τον ρώτησε αν έχει λίγη σόδα.


Πρόκειται για ένα τραγικό παιχνίδι της μοίρας, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι στο προηγούμενο έργο του, το αυτοβιογραφικό  "Ο Τευτλοκαλλιεργητής που Άφηνε τις Αγκινάρες να Πεινούν", ο Ευγένιος Ογκρατέν δήλωνε στο τέλος μέσω του συγγραφικού alter ego του, του Αναίδειου Ποσέ, ότι ήθελε να φύγει στον ύπνο του, σαν τον πατέρα του. Ο πατέρας του υπνοβατούσε συστηματικά και ένα βράδυ την ώρα που κοιμόταν, σιδέρωσε τα πουκάμισα του και τα παντελόνια του, τα δίπλωσε προσεκτικά, τα τοποθέτησε σε βαλίτσες μαζί με τα υπόλοιπα υπάρχοντα του και έφυγε από το σπίτι.


Παρακάτω θυμόμαστε μερικά από τα σπουδαιότερα έργα αυτού του σημαντικού καλλιτέχνη.



Ο Ευγενικός Μπράβος

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
Ο Γιαν Βαν Χένεσινγκ, φοιτητής εφαρμοσμένων οικοκυρικών, καταγόμενος από ολλανδική οικογένεια ευγενών, το σκάει από το κολλέγιο αρρένων, όπου βρίσκεται εσώκλειστος και μεταναστεύει στην Αμερική, για να κυνηγήσει το όνειρο του να γίνει αστέρας του Χόλυγουντ. Από ένα λάθος της υπαλλήλου στο αεροδρόμιο όμως καταλήγει στο Σικάγο, όπου ένας τοπικός κακοποιός, ο Ρετ Σλάιμι του παρουσιάζεται σαν καλλιτεχνικός ιμπρεσάριος και του υπόσχεται πως θα τον κάνει αστέρι. Ακολουθεί μουσικοχορευτικό νούμερο σε παρακμιακό μπαρ, όπου ημίγυμνες χορεύτριες παριστάνουν τους τρεις μάγους με τα δώρα και τραγουδούν το "All I Want for Christmas is You", ενώ ο Γιαν κρέμεται με συρματόσχοινα από το ταβάνι και  παριστάνει το αστέρι της Βηθλεέμ, κουνώντας ρυθμικά τα χέρια και τα πόδια.


ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
Λόγω της ρωμαλέας του φύσης και του γιγαντόσωμου παρουσιαστικού του ο Γιαν προβιβάζεται σε πρωτοπαλίκαρο του αρχιγκάνγκστερ για τον οποίο δουλεύει ο Ρετ, του Λάβλι Φιτ Τζόνσον. Πρώτη του αποστολή είναι να "συνετίσει" με κάθε τρόπο έναν έλληνα εστιάτορα που αρνείται πεισματικά να δώσει χρήματα για προστασία. Η ανατροφή όμως του Γιαν δίνει μια ιδιαιτερότητα στον τρόπο που εκτελεί τα καθήκοντά του. Για να καταλάβετε καλύτερα και για να μπορέσετε να συλλάβετε το μέγεθος αυτής της συγγραφικής ιδιοφυίας που λέγεται Ευγένιος Ογκρατέν, παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από τη σκηνή:

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Σε παρακαλώ πολύ δώσε μας τα λεφτά
ΕΣΤΙΑΤΟΡΑΣ: Μη με χτυπήσεις και στο πρόσωπο. Αχ, ωχ, όχι.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Δώσε μας τα λεφτά, να χαρείς.
ΕΣΤΙΑΤΟΡΑΣ: Μη, μη μου σπάσεις το αριστερό χέρι το χρησιμοποιώ για να στηρίζω το στυλό στο αυτί μου, άααρρρργκκκ.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Έχουμε και παιδιά, πρέπει να τα θρέψουμε, λυπήσου μας
ΕΣΤΙΑΤΟΡΑΣ: Ωχχχ μηηη. Μη μου κόψεις τον αντίχειρα, ποιο δάχτυλο θα σαλιώνω μετά για να αλλάζω σελίδες στο τεφτέρι;
ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Μα για όνομα του θεού, τι άνθρωπος είσαι τελοσπάντων; Σε ικετεύω, πλήρωσέ μας.
ΕΣΤΙΑΤΟΡΑΣ: Όχι, όχι στην καρωτίδα. Ουγκγκχ.

Γρήγορα ο ιδιαίτερος τρόπος που εκτελεί τα καθήκοντά του ο Ευγένιος τον κάνει ιδιαίτερα δημοφιλή κι έτσι κάθε φορά που ο Λάβλι Φιτ Τζόνσον του αναθέτει μια βρωμοδουλειά, συγκεντρώνεται πλήθος μπράβων, για να παρακολουθήσει. Μια μέρα του ανατίθεται να φορέσει τσιμεντένια παπούτσια σε έναν ασυνεπή πωλητή φαλάφελ και να τον στείλει να κοιμηθεί με τα ψάρια. Πλήθος μπράβων έχει συγκεντρωθεί στο λιμάνι, ενώ ο Ευγένιος, όταν το τσιμέντο έχει πήξει, ρωτά τον πωλητή, αν τον στενεύουν τα παπούτσια. Εκείνος του απαντά πως τον χτυπούν στο μικρό δάχτυλο. Ενώ ο Ευγένιος του δοκιμάζει παπούτσια από ποζολανικό τσιμέντο, ακούγονται σειρήνες της αστυνομίας. Το πλήθος διαλύεται και oi αστυνομικοί συλλαμβάνουν τον Ευγένιο για διοργάνωση συνάθροισης, που δεν είχε αναγγελθεί στην αρμόδια τοπική αρχή 48 ώρες πριν και τον πωλητή φαλάφελ για πολεοδομική παράβαση.


ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ
Δικαστήριο. Πλήθος κόσμου έχει συγκεντρωθεί στο ακροατήριο. Έρχεται η σειρά του Ευγένιου να μιλήσει. Από το εδώλιο του κατηγορουμένου ο Ευγένιος βγάζει έναν πύρινο λόγο και καταγγέλλει το σαθρό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, την άνιση κατανομή του πλούτου, την ασύδοτη δράση των πολυεθνικών επιχειρήσεων και έναν περιπτερά, ο οποίος τον έκλεψε στα ρέστα, όταν πήγε να αγοράσει τσίχλες. Το ακροατήριο ξεσπά σε δάκρυα, ξεσηκώνεται και φωνάζει ρυθμικά "αθώος". Είναι τέτοιο το πάθος του παρευρισκόμενου πλήθους, που παρασύρεται και ο δικαστής και φωνάζει πως, αν ο πρόεδρος της έδρας έχει άντερα, θα αθωώσει αυτόν τον άγιο άνθρωπο. Από τα μεγάφωνα ξεκινά να παίζει μια ορχηστρική εκτέλεση του Imagine και όλοι μαζί πιάνονται χέρι χέρι και απευθύνονται στο κοινό, καλώντας το να σταματήσει να χρησιμοποιεί αποσμητικά ποδιών, επειδή καταστρέφουν το όζον.
                                                              ΑΥΛΑΙΑ




Τσάι και Συζήτηση

ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ

Η Ενριέτα Μέι Μπράουν είναι μια 65χρονη νοικοκυρά που ζει σε ένα κουκλίστικο σπίτι με κεντήματα στα έπιπλα και λουλουδάτη ταπετσαρία στον τοίχο. Ξεσκονίζει ένα πορτατίφ παλαιού τύπου, όταν χτυπά το κουδούνι. Είναι η γειτόνισσα της, η Άνναμπελ Φλάουερς. Την ασπάζεται και την καλεί να καθίσουν στο σαλόνι, όπου είναι ήδη σερβιρισμένο το τσάι. Συζητούν για τον καιρό. Η Ενριέτα γεμίζει τα φλιτζάνια με τσάι. Συζητούν για την τεχνική πλεξίματος μακραμέ. Η Ενριέτα γεμίζει τα φλιτζάνια με τσάι. Συζητούν για το τελευταίο επεισόδιο της μεξικανικής σαπουνόπερας "Λανούσια και Κλαστόλο" *. Η Ενριέτα γεμίζει τα φλιτζάνια με τσάι. Συζητούν για την αιγυπτιακή πατάτα. Η Άνναμπελ ενημερώνει την Ενριέτα ότι για να συνεχίσουν αυτή τη συζήτηση, θα πρέπει πρώτα να γεμίσει την τσαγέρα, που άδειασε. Η Ενριέτα ζητά ευγενικά την άδεια να αποχωρήσει προς την κουζίνα, για να ετοιμάσει κι άλλο τσάι. Φεύγει και επιστρέφει αναγγέλλοντας πως το τσάι τελείωσε και ότι θα πρέπει να αγοράσουν καινούργιο από το σουπερμάρκετ. Σηκώνονται και φεύγουν.
                                                        ΑΥΛΑΙΑ

*= Πρόκειται για μια ευφυή μεταμοντέρνα πινελιά, καθώς το σίριαλ στο οποίο αναφέρονται οι χαρακτήρες είναι βασισμένο στο μοναδικό λογοτεχνικό έργο του Ευγένιου Ογκρατέν, την σπαραχτική νουβέλα "Λανούσια: Κυνηγημένη από τον Χρόνο και από τον Πατέρα της". Ηρωίδα είναι μια νεαρή μεξικανίδα καλλονή, η Λανούσια Χουακίνα, κόρη του σεσημασμένου λήσταρχου Χοσέ Μαρκάνο Ορμπάιθ, η οποία εργάζεται σαν οικονόμος στην έπαυλη ενος αδίστακτου φεουδάρχη. Ο τελευταίος βιάζει καθημερινά την Λανούσια παρά την θέληση της και εν γνώσει του πατέρα της από τα δεκαεπτά της. Μια μέρα ο Κλαστόλο Αουρελιάνο Ντομίνγκες, ένα ταπεινό αγροτόπαιδο που έχει ερωτευτεί την Λανούσια, προσέρχεται στο λημέρι του πατέρα της και ζητά την άδεια του για να κεράσει την Λανούσια ένα χωνάκι παγωτό φυστίκι. Εξοργισμένος ο Χοσέ Μαρκάνο Ορμπάιθ εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό για να γδάρει ζωντανούς τον Κλαστόλο και την Λανούσια, ώστε να ξεπλύνει την προσβολή από την ατίμωση της τελευταίας. Οι δυο κατατρεγμένοι εραστές καταφεύγουν σε σπήλαιο και ,καθώς ακούν τους άντρες του πατέρα της Λανούσια να πλησιάζουν, αποφασίζουν να δώσουν τέλος στη ζωή τους διαβάζοντας ένα κεφάλαιο από τον "Αλχημιστή".




Η Μαλλιαρή Μπαλαρίνα

Το σκηνικό είναι λιτό, απαρτίζεται από μια καρέκλα και έναν φίκο. Δυο φίλοι, ο κύριος Σμιθ και ο Ζαν, συζητούν για ένα θέμα απροσδιόριστης φύσης. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας ιπποπόταμος κάνει μερικές μπουρμπουλήθρες και φεύγει. Συγκεντρώνεται πλήθος ανθρώπων και συζητούν για το συμβάν, ενώ ένας βυρσοδέψης ψάχνει να βρει δέρματα για να επεξεργαστεί. Καθώς πασχίζουν να εξηγήσουν το συμβάν, εμφανίζεται ένας δεύτερος ιπποπόταμος, φωνάζει με ανθρώπινη λαλιά "Υπεραξία" και εξαφανίζεται, παίρνοντας παραμάσχαλα την γάτα μιας γυναίκας. Το πλήθος εξαγριώνεται και ο δήμαρχος του χωριού δηλώνει κατηγορηματικά πως δε θα επιτρέψει στους ιπποπόταμους να μιλούν έτσι ανεύθυνα για υπεραξία και ότι θα πατάξει τη διαφθορά. Το πλήθος ξεσπά σε υστερικό γέλιο με τον δήμαρχο να τους καλεί να επιδείξουν λίγη σοβαρότητα. Ακολουθεί χάος και αποδεικνύεται ότι ο βυρσοδέψης παλιά είχε ερωτικές σχέσεις με τον κύριο Σμιθ. Ο δήμαρχος καλεί τον λαό να αποφασίσει για την τύχη τους, και καθώς στήνουν μια παρτίδα τάβλι με ανθρώπινα πιόνια, εμφανίζονται δύο άγνωστοι άντρες που προτρέπουν τον Ζαν  σε περίπτωση που δει τον Γκοντό να τον ενημερώσει ότι βρίσκονται στην ταβέρνα του Γκλαντζούνη για μπιφτέκια. Ο δήμαρχος πιάνει κουβέντα με τον βυρσοδέψη και σταδιακά οι λέξεις χάνονται και γίνονται γράμματα, τα οποία αναλαμβάνει να παραδώσει ο ταχυδρόμος στους παραλήπτες, μόνο που έχει ξεχάσει να φορέσει παντελόνι. Από τα μεγάφωνα ξεκινά να παίζει μια ορχηστρική εκτέλεση του Imagine και όλοι μαζί πιάνονται χέρι χέρι και απευθύνονται στο κοινό, καλώντας το να σταματήσει να χρησιμοποιεί αποσμητικά ποδιών, επειδή καταστρέφουν το όζον.
                                                                 ΑΥΛΑΙΑ



Τα παραπάνω είναι μόνο μερικά από τα αριστοτεχνικά θεατρικά κείμενα που παρέδωσε στην ανθρωπότητα αυτός ο σπουδαίος καλλιτέχνης. Από το υπόλοιπο έργο του ξεχωρίζουμε αριστουργήματα, όπως τα "Κονσέρτο για Μανταρίνια", "Προμενάδα με την Βρουνχίλδη", "Ο Κουλός Σερβιτόρος  Μπόλεσλαβ" , Η Πρώτη Μαγνητοσκοπημένη Απονεύρωση", "Το Χταπόδι που Γελούσε",  "Στουπέτσι στους Λωτοφάγους", "Κι εγώ Πατέρα Καίσαρα", "Τζο, ο Ξεφτίλας", έργα τα οποία ανέβηκαν με τεράστια επιτυχία εντός κι εκτός Μπρόντγουεϊ.

Το θεατρικό σανίδι είναι φτωχότερο από τη μέρα που έφυγε ο Ευγένιος Ογκρατέν. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει  - ή τουλάχιστον ας μην είναι πάνω από 45 κιλά, επειδή μέχρι τόσα μπορούσε να σηκώσει στην στραβόμπαρα στο γυμναστήριο.






Αφιερωμένο στον Τ. και την Μ., που το Σάββατο παντρεύονται και θα φάμε κρέας.





Δεν υπάρχουν σχόλια: