Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Απο-φασιστική δημοκρατία




«Ναζιστικού τύπου διαπόμπευση μιας 22χρονης» έγραφε site για την απόφαση του εισαγγελέα να δημοσιευτούν τα προσωπικά στοιχεία 22χρονης ρωσίδας πόρνης που έφερε τον HIV, ανάγοντας -με τη συνήθη, ιδεοψυχαναγκαστική υπερευαισθησία της ελευθεριάζουσας ρητορικής - το εξαιρετικό αυτό περιστατικό σε στοχοποίηση των απανταχού οροθετικών. Φυσικά το συμβάν έσπευσαν να εκμεταλλευτούν ΜΜΕ διαφορετικών ιδεολογικών καταβολών, για να εξαπολύσουν μια αισχρή ξενοφοβική πολεμική - η καπηλεία κι ο εκφυλισμός της είδησης δεν είναι φαινόμενο καινούργιο- , ενώ η δημοσίευση πέραν της φωτογραφίας της κατηγορουμένης λοιπών στοιχείων εθνοτικής καταγωγής και οικογενειακής κατάστασης προφανώς δεν εξυπηρετεί τους λόγους δημοσίου συμφέροντος, που οδήγησαν στην άρση του απορρήτου. Εκείνο που θα σταθώ όμως είναι άλλο.



Η επί καθημερινής βάσεως κατάχρηση των όρων του ναζισμού και του φασισμού - σε μεγάλο βαθμό προϊόν μιας αριστερίζουσας ρητορικής, που προπαγανδίζει επιθετικά μία «μη μου άπτου» προσέγγιση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και μια απεριόριστη προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, συχνά σε βάρος της κοινής λογικής- και η ερμηνεία τους με τρόπο που να καταλαμβάνουν ένα ιδιαιτέρως ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων, οδηγεί στον αποχρωματισμό των παραπάνω εννοιών, στην ριζική παρέκκλιση από την πραγματική, φρικιαστική τους διάσταση. Έτσι φασίστας είναι αυτός που αποκαλεί κάποιον μαύρο αντί για «έγχρωμο» (ή κάποιο άλλο, πολιτικά ορθό λήμμα, που για τον υπογράφοντα ενέχει λανθάνοντα ρατσισμό), είναι εκείνος που διαφωνεί με το (επικίνδυνο εκατέρωθεν) σύνθημα «ανοιχτά σύνορα», είναι αυτός που έχει το θράσος να πηγαίνει σε συναυλία του «δοσίλογου» Νταλάρα για να τον ακούσει και όχι για να τον γιαουρτώσει, αυτός που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την ατζέντα του gay ακτιβιστικού κινήματος ( χαρακτηριστική η αναίτια καταχώριση του πρόσφατα εκλιπόντος Δημήτρη Μητροπάνου στην μεγάλη κατηγορία των ομοφοβικών από τον κο Βαλλιανάτο), είναι εκείνος -ο πιο αδίστακτος όλων- που διαγράφει το σχόλιο σου στο wall του στο facebook και τέλος φασίστας είμαι κι εγώ που ανέφερα όλα τα παραπάνω. Το αποτέλεσμα είναι να απαλείφεται ο σύνδεσμος του φασισμού με τα κτηνώδη αποτελέσματα του, ο όρος να καταχωρείται στη συλλογική συνείδηση ως οποιαδήποτε εναντίωση στα αξιώματα ενός νεφελώδους προοδευτισμού, στο βάθος τόσο συντηρητικού, που αρνείται πεισματικά την διαπραγμάτευσή τους σε οποιαδήποτε περίπτωση.


Κι όταν ο Χ πιτσιρικάς διαβάζει ότι ναζισμός δεν είναι η φρικωδία του Άουσβιτς, αλλά η προαναφερθείσα εισαγγελική απόφαση, η οποία παραβιάζει μεν την αρχή της αναλογικότητας και για αυτό είναι κατακριτέα, μα έχει σαν έρεισμα την προστασία του γενικού συμφέροντος και σε κάθε περίπτωση ωχριά μπροστά στην αδιανόητη, έμπρακτη απαξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης από τους ναζί, πώς μετά να αντιληφθεί το μέγεθος του τραύματος που προξενεί στο κράτος δικαίου η κίνηση των μελών της Χρυσής Αυγής να χαιρετήσουν ναζιστικά; Κι αν την Κυριακή κλείνοντας το παραβάν, το «ρίξει» σ'αυτούς , ποιός από εκείνους που πρώτοι θα τον λιθοβολήσουν, μπορεί να ισχυριστεί πως έχει τη συνείδησή του καθαρή, πως δεν έδωσε και η δική του μονοφωνική προσέγγιση των πραγμάτων μία ( έστω και ήσσονος ισχύος) ώθηση στο χέρι του πιτσιρικά;


Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

We Bought a Zoo (2011)




Όταν είχε βγει στις αίθουσες το (εμπορικά αποτυχημένο και κατακρεουργημένο από την κριτική) Elizabethtown, αρκετοί απορούσαν γιατί ο Κάμερον Κρόου επέλεξε να καταπιαστεί με ένα τόσο γλυκανάλατο project, λες και τα προηγούμενα χρόνια ο Κρόου έκανε σινεμά κοινωνικού ρεαλισμού. Με το We Bought a Zoo απαντά σ’αυτούς, αλλά και σε όλους εκείνους που πιθανότατα θα αναρωτηθούν γιατί γυρίζει μια ταινία της οποίας η κεντρική ιδέα παραπέμπει σε ασφαλή ‘χαριτωμενιά’ ντισνεϊκής προελεύσεως και οικογενειακής ευαισθησιας. Όταν η καλλίπυγος συντηρήτρια ρωτά τον Μπέντζαμιν Μι, γιατί αγόρασε έναν ζωολογικό κήπο, δίχως να γνωρίζει το παραμικρό για τους κανόνες λειτουργίας και συντήρησής του, εκείνος, κατόπιν σύντομης περισυλλογής, της απαντά «γιατί όχι?»


Αυτό καθορίζει τις επιλογές μου, λέει ο δημιουργός μέσω του ήρωα του. Η κάψα του να ακολουθώ το ένστικτο μου, να παλεύω στο μέγιστο των δυνάμεων μου, αγνοώντας (ευγενικά πάντα) τις παραινέσεις και τις προτροπές των (συνήθως καλοπροαίρετων) ‘σωτήρων’, που βρίσκονται εκεί για να μου υποδείξουν το δρόμο της λογικής. Αυτή η δίψα για μια νέα περιπέτεια διαπνέει το φιλμ στο σύνολό του, από την αναγνωριστική εισαγωγή μέχρι το συγκινητικό φινάλε, όπου με μια απρόσμενη σεναριακή στροφή ο Κρόου μετατρέπει την πεισματική προσπάθεια του ήρωα να αναστήσει τον εγκαταλελειμμένο ζωολογικό κήπο σε μια ενέργεια αγάπης. Ο δρόμος ως εκεί βέβαια δεν είναι δίχως στραβοτιμονιές (η κάσα με τα δηλητηριώδη φίδια, ο κακιασμένος επιθεωρητής κι άλλα παρεμφερή στοιχεία της πλοκής, που βρίσκονται εκεί ώστε να αυξηθούν με το στανιό οι δραματικές συγκρούσεις), ωστόσο θα πρέπει πραγματικά να έχεις καρδιά από πέτρα, για να αντιπαθήσεις το φιλμ. Κι αν είδες πιο αφοπλιστική ερωτική εξομολόγηση φέτος από εκείνη του πιτσιρικά στην τρίτη πράξη, θα φάω το παπούτσι μου.